Συντάκτης: Φώτης-Σπυρίδωνος Μαζαράκης* / Efsyn.gr
Το περιεχόμενο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας¹ , και μέσα από την εγκαθίδρυσή της από τη Συντακτική Βουλή του 1975 (και όχι της Ε’ Αναθεωρητικής, όπως λάθρα έχει επικρατήσει), σαν παγόβουνο έκρυβε κάτω από το νερό μια ετερόκλητη κληρονομιά· τέτοια που θα επέτρεπε στους ταγούς των εξουσιών της, αν «χρειαστεί», λειτουργώντας με νομιμοφάνεια -αλλά στην ουσία αυθαίρετα- να κρατήσουν το όποιο status επιθυμούσαν όρθιο.
Από την άλλη, παρά την εκ γενετής αυτή αναπηρία που η συγκυρία της εποχής έκρυψε, η νεαρή τότε δημοκρατία φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα των πρώτων δημοκρατικών Συνταγμάτων της πατρίδας, που ακόμα και σήμερα θεωρούνται και είναι πρωτοποριακά.
Η πολιτική μεταβολή από τη Βασιλευόμενη Δημοκρατία στην ακηδεμόνευτη κοινοβουλευτική δεν μπορούσε παρά να αντανακλαστεί στην πρωτοκαθεδρία του ρόλου και του σκοπού της λαϊκής κυριαρχίας: Δημοκρατία είναι η δυνατότητα στην απόφαση αλλά και η υλοποίησή της.
Χωρίς το δεύτερο, το πρώτο είναι ρήτρα που ζει μόνο στα χαρτιά.
Εντός αυτού του πλαισίου, εξοπλισμένου πια με την ισχύ του υπέρτατου νόμου, δεν νοούνται «ορθές» ή «λανθασμένες» επιλογές του λαού.
Το μετέωρο του «σωστού» ή «λάθους», φτάνει να είναι δικό του, παραμένει η πιο βαρυσήμαντη εγγύηση της ελευθερίας του.
Η επί σαράντα χρόνια εναλλαγή δύο πολιτικών σχηματισμών, ενός κεντροδεξιού και ενός κεντροαριστερού, απόρροια και ήδη επιλογή των νικητών του εμφυλίου πολέμου αλλά και των διεθνικών οργανισμών που εξάρτησαν τη χώρα στο άρμα τους, συντήρησε και γιγάντωσε μόνο τη σαθρότητα του αστικού χαρακτήρα του κράτους που παρέλαβαν.
Το αποβιομηχάνισαν, συρρίκνωσαν την αγροτική του παραγωγή και το κάνανε επαίτη.
Υποτελείς και παρακλητικοί, άρπαζαν γονατιστοί τα ψίχουλα που πέταγε από το τραπέζι ο διεθνής καταμερισμός εργασίας και τα «σερβίριζαν» ως «ανάπτυξη».
Από την άλλη, η αστική τάξη της χώρας, με εξαιρέσεις, ουδέποτε επένδυσε στον τόπο αλλά αρκέστηκε στον παραδοσιακό της ρόλο: δουλειές με πελάτη το κράτος και με λεφτά του κράτους.
Ετσι στην πρώτη αναμέτρησή του με το φαινόμενο των οικονομικών κρίσεων, σύμπτωμα αλλά και τρόπος εξέλιξης του ίδιου του καπιταλισμού, έδειξε τη γύμνια του, τόσο του ίδιου ως μηχανισμού όσο και του υπόλογου πολιτικού προσωπικού του.
Ο ερχομός της Αριστεράς, με σαφή εντολή την αποδέσμευση από τα μνημόνια, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την εθνική ανασυγκρότηση, δημιούργησε ελπίδες ανάτασης, αξιοπρέπειας, αλλά και συσπείρωσε τον λαό.
Και τότε, στην πιο κρίσιμη μεταπολεμική καμπή αυτού του τόπου, ολοκληρώθηκε η ανάδυση της σημαντικότερης παθογένειας του πολιτικού συστήματος: ο μεσσιανικός αρχηγισμός των κομμάτων, η έλλειψη θεσμικών αντίβαρων στην πολιτική απάτη ή εξαπάτηση του λαού από τους εκπροσώπους του και η ασυλία βουλευτών-υπουργών, που εξαρτά την κίνηση της δίωξης για εγκλήματα κατά του πολιτεύματος και των δικαίων του λαού από τις ορέξεις του ίδιου του διωκόμενου, αδρανοποιούν τη δημοκρατία.
Κοντά σ’ αυτά ο μύθος της φτωχής και ανήμπορης Ελλάδας ανέκαθεν πρόβαλε ως βολική δικαιολογία για την αθέτηση της πολιτικής συμφωνίας λαού-εντολοδόχων του, που άλλα ψηφίζει και άλλα του βγαίνουν.
Απ’ την άλλη, οι υπόλοιπες εξουσίες, όλες, γρήγορα προσαρμόζονται στα κελεύσματα του νέου εργοδότη, αρκεί να πληρώνεται ο μισθός στην ώρα του.
Η 13η Ιουλίου 2015 σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της Μεταπολίτευσης.
Η ηγεσία της πρώτης-δεύτερης φοράς Αριστεράς, υποχώρησε, «έμαθε» γρήγορα από τους προηγούμενους και ταυτίστηκε με τις μεθόδους τους αλλά και αυτούς τους ίδιους.
Μεταλλάχτηκε και προσκύνησε εκεί που αναθεμάτιζε, ελπίζοντας, ειλικρινά ή υποκριτικά αδιάφορο, ότι θα δώσει τη «μάχη παρακάτω».
Το καινούργιο πολιτικό προσωπικό ή κάνει ότι δεν καταλαβαίνει ή πραγματικά δεν καταλαβαίνει. Και οι δυο εκδοχές γρήγορα θα δείξουν το αδιέξοδό τους.
Καμιά «μάχη» δεν πρόκειται να κερδηθεί με μια Βουλή ελεγχόμενη από τους δανειστές μέσω του ESM. Καμιά ανάπτυξη δεν πρόκειται «να έρθει» σε μια χώρα που παρακαλά συνεχώς για δανεικά, ξεπουλώντας τον δημόσιο πλούτο της και απομυζώντας τους πολίτες της με ατελέσφορες φορομπηχτικές πολιτικές.
Το «καινούργιο» εν τέλει εξαντλείται στην αντικατάσταση των «παλιών», ώστε οι «καινούργιοι», των μνημονίων, να πάρουν τσάμπα και απαλλαγμένο από χρέη το «ενεργητικό κάθε εμπορεύσιμης αξίας».
Απ’ όπου πέρασε το ΔΝΤ, που και η Ευρώπη έφτιαξε το δικό της, αυτό συνέβη.
Το σύστημα μετέτρεψε τον αντίπαλό του σε κακέκτυπη εφεδρεία του.
Ο ιστορικός κανόνας, που δεν καταλαβαίνει από «νόμους», ειδικά ανομιμοποίητους, θα δώσει τη λύση. Το κρίσιμο είναι προς ποια κατεύθυνση.
(1) Ως Α' θεωρείται η περίοδος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ως Β’ η περίοδος 1924-1935.
*Δ.Ν. – δικηγόρος– συγγραφέας
No comments:
Post a Comment