Monday, April 17, 2017

Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια: Οι Rolling Stones στην Αθήνα, στη συναυλία που δεν τέλειωσε ποτέ


Συντάκτης: Γιάννης Δαμέλλος 
Μηχανή του Χρόνου http://mogadishu.capitalblogs.gr
Σαν σήμερα πριν από 50 χρόνια, στις 17 Απριλίου 1967, τέσσερις ημέρες πριν από το πραξικόπημα της Χούντας, οι Rolling Stones άνοιγαν τον χορό των ροκ συναυλιών στην Ελλάδα. Κι ενώ η συναυλία τους στο γήπεδο του Παναθηναϊκού ξεκίνησε κανονικά, δεν τελείωσε ποτέ. Αντίθετα διεκόπη, με επέμβαση της αστυνομίας, αφότου ο Μικ Τζάγκερ άρχισε να ρίχνει γαρύφαλα στο πλήθος.  Μα καλά θα αναρωτηθεί κανείς: Είναι αυτός λόγος για να διακοπεί βιαίως μια ροκ συναυλία; Σήμερα, στο Greek Courier παρουσιάζουμε τα γεγονότα που προηγήθηκαν, το κλίμα που είχε διαμορφωθεί αλλά και τις μαρτυρίες των ίδιων των καλλιτεχνων από την εμπειρία τους.

Η γενική εντύπωση των ιστοριογράφων της εποχής είναι πως είχε δημιουργηθεί ένα αντιδραστικό κλίμα απέναντι στην συναυλία, πολύ πριν αυτή ξεκινήσει. Ήδη με αφορμή την ανακοίνωση της συναυλίας, ο συντηρητικός Ελεύθερος Κόσμος, στις 12 Απριλίου 1967, σε ένα κείμενο όπου μεταξύ άλλων αναλύεται και η παγκόσμια επιρροή του ροκ γράφει χαρακτηριστικά: 

«Eκείνο το οποίον χαρακτηρίζει την εποχήν μας είναι αναμφισβητήτως η προβολή, η ανάδυσις μιας νέας κοινωνικής ομάδος, η εμφάνισις μιας νέας τάξεως: της νεολαίας».

Η νεολαία έκανε τη δικιά της επανάσταση στην Ελλάδα του 67, προσπαθώντας να εισάγει νέα ήθη και έθιμα σε μια διτά συντηρητική κοινωνία. Και ήταν μόνη της στον αγώνα εκείνο. Όπως δεν την αντιπροσώπευαν απαραίτητα όλοι εκείνοι οι υμνητές της ροκ που την εκμεταλλεύονταν για να κάνουν καριέρα, όπως ήταν ο χαμαιλέων των καθεστώτων Νίκος Μαστοράκης, που έφερε τους Στόουνς στην Αθήνα, ούτε απαραίτητα ταυτιζόταν με την κομματική Αριστερά. Μπορεί εντέλει, ως καταπιεσμένοι, πολλοι Αριστεροί να συνέπλεαν με τις νεανικές ιδέες των χίππηδων, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν αντιμετώπιζαν ακόμη και μέσα στις οικογένειές τους σταλινικές εμμονές και την αντίθεση των σοβιετικών καθεστώτων στη ροκ μουσική. 

Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι ο ελληνικός Τύπος φρόντισε να ενημερώσει την αθηναϊκή κοινωνία ότι μόλις μερικές ημέρες πριν τη συναυλία στην Αθήνα, στη Βαρσοβία, οι Ρόλινγκ Στόουνς είχαν πραγματοποιήσει μια πολυπληθή συναυλία που συνοδεύτηκε από επεισόδια μεταξυ οπαδών του ροκ εντ ρολ και των πολωνικών δυνάμεων της τάξης. Επισημαίνοντας μάλιστα στο υστερόγραφο ότι δύο από τα μέλη του συγκροτήματος "κατηγορούνται εις Αγγλίαν δι εμπορίαν και χρήσιν ναρκωτικών".


Η ουσία είναι ότι την ίδια ώρα που η νεολαία ήταν απομονωμένη ιδεολογικά από την συστημική Αριστερά γινόταν κι έρμαιο της βίας της συντηρητικής Δεξιάς, της τάξης και του Νόμου. Το μακρύ μαλλί έγινε λοιπόν το κόκκινο πανί για όλους τους συντηρητικούς Έλληνες. Νεαροί με μακριά μαλλιά συχνά οδηγούνταν στα αστυνομικά τμήματα και τους κούρευαν χωρίς κανείς να αντιδρά. Ήταν και το πολιτικό κλίμα φορτισμένο, η κοινωνία ήταν ήδη διχασμένη και οι αστυνομικές δυνάμεις στην τσίτα.

Ενδεικτικό των προ-δικτατορικών ημερών για τους χίπηδες ήταν το χρονογράφημα του Δημήτρη Ψαθά, με αφορμή τη συναυλία των Stones: «Ποίος ή ποία καλείται γιεγιές η γιεγιέδισσα; Είναι κάτι νεαροί, αξύριστοι κι ακούρευτοι, με μακριά μαλλούρα, όπου μπορεί άνετα να στεγάζεται και να κυκλοφορεί η ψείρα». Ο Ψαθάς ήταν ένας μεσόκοπος χιουμορίστας, συγγραφέας και σεναριογράφος, αλλά και opinion leader, ένας άνθρωπος που μπορούσε να διαμορφώσει την κοινή γνώμη και μάλλον ανήμπορος να κατανοήσει τις αλλαγές στη νεολαία. Είναι όμως  σίγουρο ότι ποτέ δεν είχε ακούσει το The times they are a changing του Μπομπ Ντίλαν. 


Ας επιστρεψουμε όμως στα γεγονότα. Στην Αθήνα, το γκρουπ έφθασε με έναν από τους «Κομήτες» της Ολυμπιακής και οι Στοουνς κατέλυσαν στο "Hilton". Ποτέ δεν αρνήθηκαν ότι αναστάτωσαν με τη στάση τους το ξενοδοχείο, αλλά ο ελληνικός τύπος βρήκε ευκαιρία να τους κατηγορήσει και για πράγματα που δεν έκαναν. Ναι, μπορεί να κοιμήθηκαν με τα παπούτσια πάνω στα κρεβάτια, αλλά δεν αφόδευσαν επάνω στα σεντόνια. 

Η συναυλία ορίζεται για τη 17η Απριλίου στο στάδιο του Παναθηναϊκού. Σύμφωνα με τη διαφήμιση που κυκλοφορεί τις ημέρες εκείνες, «το ρεσιτάλ είναι υπό την αιγίδα του δημάρχου Αθηναίων κ. Γεωργίου Πλυτά και οι εισπράξεις του θα διατεθούν για φιλανθρωπικό σκοπό». Όμως τα εισιτήρια είναι πολύ ακριβά: «Από 60 ως 120 δραχμές και λίγα καθίσματα των 500 δραχμών, ακριβώς μπροστά στην εξέδρα». Κι όμως  κόπηκαν 17.680 εισιτήρια. Ανάμεσα στους εγχώριους καλλιτέχνες που καλούνται να διανθίσουν το κορυφαίο ροκ γεγονός είναι οι Γουί Φάιβ, οι Εμ Τζι Σι και οι Αϊντολς. Μαζί τους  η Ζωή Κουρούκλη, ο Δάκης και η Μάρω Κοντού, στο ντεμπούτο της ως τραγουδίστρια ξένου ρεπερτορίου και παρουσιάστριας του σόου. 

"Μουσικές διαδρομές... Αθήνα, 1967 - "Rolling Stones"

"Μόλις 4 ημέρες από την αποφράδα 21η Απριλίου. Οι συνταγματάρχες έχουν ήδη αρχίσει να ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Μια ροκ συναυλία αποτελεί το ιδεώδες εξιλαστήριο θύμα. Οι αστυνομικές δυνάμεις, σε επιφυλακή, αναμένουν το πρώτο λάθος λίκνισμα του Τζάγκερ. Και εκείνος δεν θα τις απογοητεύσει. Εχουν ακουστεί οι πρώτες νότες του «Ruby Tuesday», οι Στόουνς βρίσκονται επί σκηνής μισή ώρα περίπου και ο Μικ δίνει εντολή σε κάποιον από την "ακολουθία" του να μοιράσει στον κόσμο τα κόκκινα γαρύφαλλα μιας τεράστιας ανθοδέσμης, με αποτέλεσμα την βίαιη επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων υπό των εντολών του τότε ανεκδιήγητου αστυνομικού διευθυντή Τσιλιχρήστου που στο άκουσμα του "Satisfaction" είπε το περίφημο " Δεν ακούτε τι λένε? ΘΑ ΜΑΣ ΣΦΑΞΟΥΝ !!! "...θεωρώντας παράλληλα ότι η κίνηση είχε πολιτικό μήνυμα και ταυτόχρονα διατάζει να κλείσουν τα φώτα «για να αναγκαστούν οι γιεγιέδες να αποχωρήσουν», κλείνοντας έτσι απότομα και άδοξα η πρώτη μεγάλη rock συναυλία στην Αθήνα!
 
Ούτως ή άλλως, «οι αστυνομικοί είχαν εντολές να σπάσουν στο ξύλο όποιον θα χορέψει ή θα χειροκροτήσει με περισσότερο ενθουσιασμό. Και εγένετο» γράφει στην αυτοβιογραφία του ο Μπιλ Γουάιμαν, μπασίστας του γκρουπ. 

Το «ρεσιτάλ» έμελλε να μείνει  όπως η συμφωνία του Σούμπερτ, ημιτελές. Ξύλο, δακρυγόνα και διάλυση. Μια πορεία διαμαρτυρίας  με τα προσφιλή συνθήματα «Τσιλιχρήστο παραιτήσου»  έξω από το Χίλτον ήταν η δεύτερη αλλά όχι και η τελευταία πράξη του δράματος. Γιατί ο Γουάιμαν παρέμεινε στην Αθήνα για λίγες ημέρες μεσογειακών τόνων ανάπαυλας σε μια παραθαλάσσια καμπίνα στο «Αστήρ Beach Hotel». Χωρίς τους λοιπούς Στόουνς, με μερικούς φίλους - και από Μύκονο μεριά. «Η περιπέτειά μας ξεκίνησε δύο ημέρες αργότερα από τους ήχους των πολυβόλων που έρχονταν από την απέναντι πλευρά της Αθήνας. Τηλεφώνησα στο γραφείο του έλληνα παραγωγού όταν πληροφορήθηκα ότι ο στρατός είχε καταλάβει τα κυβερνητικά κτίρια». Η εναπομείνουσα παρέα αδυνατεί να επικοινωνήσει  τηλεφωνικώς ή με οιονδήποτε άλλον τρόπο  με τον έξω κόσμο. Το αεροδρόμιο είχε κλείσει. «Μας επιτράπηκε τελικά η αναχώρηση από τον παραγωγό που μας είπε  την Κυριακή 23 Απριλίου  ότι το πραξικόπημα είχε λυθεί». 
Λίγες ώρες πριν από την πτήση της μεγάλης φυγής τα τελευταία μαρτύρια σε ελληνικό έδαφος. «Προτού φθάσουμε στο γραφείο μετανάστευσης, συνεχίζει ο Γουάιμαν, με πλησίασαν ομάδες βρετανών δημοσιογράφων που ήταν υπεύθυνοι για τα επίκαιρα και με ικέτευαν να πάρω φιλμ και να τα πάω στο Λονδίνο για το BBC. Στο γραφείο μετανάστευσης μας έψαξαν εξονυχιστικά και έπρεπε να δηλώσουμε και την παραμικρή δεκάρα που είχαμε πάνω μας, δηλαδή μόλις 30 λίρες όλες μαζί, ενώ όλα τα ελληνικά λεφτά που είχαμε κατασχέθηκαν».
Πάντως οι έλληνες νοικοκυραίοι δηλώνουν ικανοποιημένοι υπακούοντας στις παραινέσεις του χλωροφορμίζοντος Τύπου: «Οι νέοι μας δεν πρέπει να γίνουν Μπιτλς». Και θα το μετανιώσουν πικρά... Γιατί θα χρειασθεί μια ολάκερη τριακονταετία για να ξαναδούμε τις "Πέτρες", αυτή τη φορά χωρίς όμως τον αδικοχαμένο Τζόουνς (έφυγε από τη ζωή στις 3 Ιουλίου 1969).  
Ο Τζάγκερ, το 2007 δήλωσε: «Το θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Ήμασταν στη σκηνή, που βρισκόταν στη μέση του γηπέδου, και ξαφνικά παρατήρησα ότι δεν άφηναν τον κόσμο να πατήσει το γρασίδι και να πλησιάσει. Είχαμε ήδη αρχίσει να παίζουμε, όταν έξω άρχισε κάτι σαν επανάσταση. Τότε εγώ πήγα κοντά στο κοινό στις εξέδρες και άρχισα να πετάω λουλούδια, πράγμα που καθόλου δεν άρεσε στους αστυνομικούς. Κάπου εκεί σταμάτησε η συναυλία. Νομίζω πως ύστερα από λίγο ήρθαν οι συνταγματάρχες και η χούντα...». 
Από τις σημειώσεις στο κείμενο ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟΝ "ΓΥΨΟ"

,,,Τους Rolling Stones έφερε στην Αθήνα η εταιρία Μ Plus M Enterprises του επιχειρηματία της showbiz και γνωστού χαμαιλέοντα καθεστώτων Νίκου Μαστοράκη. Ο Μαστοράκης υπήρξε ο κυριότερος συντάκτης του "νεολαιΐστικου" περιοδικού Μοντέρνοι Ρυθμοί (τα εισαγωγικά μπήκαν, γιατί ειδικά στη δεκαετία του '60 νεολαιΐστικο περιοδικό σήμαινε διεθνώς κάποιες τελείως διαφορετικές -underground- καταστάσεις... - βλ. παρακάτω την αναφορά στο περιοδικό Πρωτοπορία). Στο ίδιο περιοδικό, εκδότης και διευθυντής ήταν ο Αθανάσιος Τσόγκας, πρώην συντάκτης στρατιωτικών και (ακρο)δεξιών εντύπων.
Έτσι κάποιοι κομματικά στρατευμένοι μουσικοδημοσιογράφοι δημιούργησαν μεταγενέστερα την "ευκαιρία" να χαρακτηρίσουν την τότε "υπόθεση ροκ" στην Ελλάδα ως εκπορευόμενη από την (ακρο)δεξιά και άρα ως ... "μή επαναστατική" (ή και "αντεπαναστατική").
Ωστόσο η ελληνική "ροκ πραγματικότητα" δεν είχε σε αυτό το σημείο μεγάλες διαφορές από τη διεθνή. Όποιος έχει διαβάσει π.χ. την γλαφυρή αυτοβιογραφία του Έρικ Μπέρντον των Animals (Don't let me be misunderstood, εκδόσεις Ηλέκτρα, Αθήνα 2004) θα διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι των απανταχού ροκ "κυκλωμάτων" (μάνατζερς συγκροτημάτων, ιδιοκτήτες κλαμπς, επιχειρηματίες της showbiz κλπ.) ήσαν αυτό που είθισται να λέγεται "ο καλύτερος είχε σκοτώσει τη μάνα του": μαφιόζοι, νονοί της νύχτας, πρώην στρατιωτικοί, μισθοφόροι και άτομα με "προϋπηρεσία" σε δικτατορίες, επαγγελματίες του τζόγου, λαθρέμποροι κλπ. Η ίδια κατάσταση ίσχυε και σε άλλα είδη όπως η τζαζ και η σόουλ, αλλά και σε καθαρά mainstream μορφές τραγουδιού (π.χ. στο περιβάλλον τραγουδιστών όπως ο Φρανκ Σινάτρα). Το φαινόμενο απαντάται (σε μικρότερη έκταση και με πιο "εκλεπτυσμένο" τρόπο) ακόμα και στις πλέον "ευϋπόληπτες περιοχές" όπως η επικράτεια της κλασικής μουσικής. Η κατάσταση φαίνεται μάλιστα να έχει μια διαχρονικότητα, που επεκτείνεται και σε προηγούμενους αιώνες και άλλες μορφές τέχνης (όπως η ζωγραφική -π.χ. Ντα Βίντσι, Μιχαήλ Άγγελος, Φρανσίσκο Γκόγια κ.α.- που έχει συχνά προωθηθεί από ανθρώπους και κυκλώματα της κοσμικής ή θρησκευτικής εξουσίας). Οι αιτίες αυτού του διεθνούς και διαχρονικού φαινομένου είναι, βέβαια, ο υψηλός βαθμός του συγκεκριμένου οικονομικού κινδύνου (το "εμπόρευμα Τέχνη" δεν παρείχε ποτέ ούτε καν τις στοιχειώδεις εγγυήσεις στους "επενδυτές" γι΄αυτό και δεν προσελκύει "ορθόδοξα" σκεπτόμενους επιχειρηματίες) και η συνήθης "ανικανότητα" των καλλιτεχνών να ανταποκριθούν στα αναγκαία, αλλά πεζά λογιστικά καθήκοντα. Έτσι το έδαφος μένει ορθάνοιχτο στα κάθε φυράματος "κοράκια", σε αδίστακτους τυχοδιώκτες, "χορηγούς", άτομα με διάφορες όχι μόνο επιχειρηματικές σκοπιμότητες κ.α. 

Επομένως το να χαρακτηρίζουν κάποιοι την υπόθεση "εγχώριο '60s ροκ" ως εκπορευόμενη από τη "μαύρη αντίδραση", ή οφείλεται σε ημιμάθεια, ή γίνεται εκ του πονηρού, ή (το πιθανότερο) και τα δύο. Το ότι βλέπουν το ροκ φαινόμενο ως ανταγωνιστικό προς την ιδεολογία τους και το να προσπαθούν να "αποδείξουν" ότι η ροκ ουδέποτε υπήρξε "αληθινά επαναστατική" (κάτι που δεν επιχειρούν να κάνουν με κανένα άλλο μουσικό είδος...) αποτελεί τη γνωστή και χαρακτηριστική εμμονή των συγκεκριμένων. 

Βέβαια, ακόμα κι αν το φαινόμενο της μαστρωπείας επί της Τέχνης αφορούσε αποκλειστικά στην ελληνική ροκ ή ποπ, όπως επιχειρεί να το παρουσιάσει η ψευδο-ιστοριογραφική αριστερή δημοσιογραφική μυθοπλασία, η πραγματικότητα είναι ότι οι έλληνες ροκ νέοι ούτε ταυτίζονταν ούτε -πολύ περισσότερο- εκφράζονταν από τους Μαστοράκηδες και τους Τσόγκες. Η ροκ ως κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο φρόντισε να μην αποκτήσει ποτέ "επίσημα όργανα" και "θεσμικούς εκφραστές" σαν της αριστεράς, των διαφόρων θρησκειών κλπ. Η λεγόμενη Χρυσή Νεολαία και τα συγκροτήματα που μανατζάριζε ο Μαστοράκης είναι απλώς η επιδερμίδα της υπόθεσης. Όπως άλλωστε τεκμηριώνουν οι Κώστας Κατσάπης (Το "Πρόβλημα Νεολαία" - Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα 1964-1974, εκδόσεις Απρόβλεπτες, Αθήνα 2013) και Νίκος Μποζίνης (Ροκ παγκοσμιότητα και ελληνική τοπικότητα, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2008) η πραγματική επιρροή για χιλιάδες έλληνες νέους στα '60s ήταν η αυθεντική αμερικάνικη και βρετανική ροκ της εποχής και όχι το περιοδικό Μοντέρνοι Ρυθμοί. Μάλιστα το 1966 οι Μοντέρνοι Ρυθμοί είχαν κουνήσει επιτιμητικά το δάχτυλο στον Τζων Λέννον, λόγω της δήλωσης του ότι οι Beatles ήσαν "πιο δημοφιλείς απ' τον Χριστό". Αυτή η στάση του περιοδικού προκάλεσε τις αντιδράσεις των αναγνωστών. Ειδικά δε από αυτή τη χρονιά και μετά, το εν λόγω περιοδικό δείχνει ότι δεν θέλει/μπορεί να παρακολουθήσει την εξέλιξη (συνειδησιακή και τεχνική) της σύγχρονης (τότε) μουσικής. Μάλιστα τήρησε ανομολόγητη "γραμμή" εναντίον της, εμμένοντας σε μια αναχρονιστική αντίληψη περί εύπεπτης ποπ, ενώ πήρε αμέσως σαφή φιλοχουντική θέση. Στο μεταξύ το καλύτερο κομμάτι της ελληνικής νεολαίας προσπάθησε σε συνθήκες χούντας να μείνει σε επαφή με τα δυτικά πολιτισμικά και κοινωνικά τεκταινόμενα. 

Τελικά το περιοδικό έκλεισε το 1968. 



No comments:

Post a Comment