Sunday, April 10, 2022

Πολεμάμε για έναν ελεύθερο κόσμο ή για την εδραίωση της Δυτικής ηγεμονίας;

Κείμενο - Επιμέλεια: Γιάννης Δαμέλλος

Πηγή: Daniel Immerwahr - The Atlantic - Βιβλιοκριτική

Είναι υποκρισία οι χώρες που απαρτίζουν το ΝΑΤΟ να παρουσιάζουν την κρίση της Ουκρανίας ως μια σύγκρουση μεταξύ του ελεύθερου κόσμου και ενός ολιγαρχικού καθεστώτος. Είναι σχεδόν όσο φαιδρό ήταν και το αφήγημα του Τσόρτσιλ ότι η σύγκρουση μεταξύ των φιλελεύθερων δημοκρατιών και των Ναζί στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν μια μάχη για την Δημοκρατία και όχι μια σύγκρουση μεταξύ Αυτοκρατοριών για την διατήρηση των αποικιών τους. 

Όπως ισχυρίζεται ο Richard Overy, ένας από τους πιο διακεκριμένους ιστορικούς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στο νέο του βιβλίο, Blood and Ruins: The Last Imperial War, 1931–1945, η σύγκρουση του Ειρηνικού για τις αποικίες αποκαλύπτει μια μεγάλη αλήθεια για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πως ήταν, και από τις δύο πλευρές, ένας πόλεμος για την αυτοκρατορία. Μια αλήθεια που αντηχεί και σήμερα στα κατεστραμμένα χωριά της Ουκρανίας, όπου παλιές και νέες αυτοκρατορίες μάχονται για πρώτες ύλες και ιδεολογική επιβολή. 

Δημοκρατία και πράσινα άλογα

Μέσα σε αυτό το πανηγύρι της παραπληροφόρησης που έσπειρε η Δύση μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, η Δημοκρατία που ευαγγελίζονταν οι Σύμμαχοι ξανασταυρώθηκε πάνω στο μνήμα της Γκουέρνικα, καρφιά και όλα, κι αυτό που επιβλήθηκε πάνω στον πλανήτη ήταν ο αντικομμουνισμός. 

Την Δημοκρατία για την οποία μιλούσε ο Τσόρτσιλ, την εκτέλεσε ο ίδιος στην Ελλάδα που βρισκόταν στη δική του ζώνη επιρροής, μετά το τέλος του Πολέμου. Στα Δεκεμβριανά της έδωσε τη χαριστική βολή. Η CIA έπραξε το ίδιο στην Ιταλία, ενώ το φασιστικό κράτος της Ισπανίας έμεινε ανέγγιχτο. 

Οι Ολλανδοί και οι Γάλλοι αποικιοκράτες αποπειράθηκαν να προστατέψουν το στάτους κβο στην Ινδονησία, αλλά απέτυχαν οικτρά, η Ινδία κατάφερε μέσα σε μερικά χρόνια να ξεφορτωθεί τον αγγλικό ζυγό μόνο για να διχοτομηθεί, ενώ οι Αμερικάνοι, οι πραγματικοί νικητές του πολέμου, κατάφεραν ταχύτατα να δημιουργήσουν μια παγκόσμια ηγεμονία αρπάζοντας σχεδόν όλες τις αυτοκρατορικές γαίες των Συμμάχων τους. 

Το μοναδικό αντίβαρο στην Αμερικανική Ηγεμονία και στα απομεινάρια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ήταν η Σοβιετική Ένωση, που σε μια νύχτα σχεδόν έγινε από σύμμαχος εχθρός, βαφτίστηκε "Σιδηρούν Παραπέτασμα" και αντικατέστησε τον Άξονα ως αντίπαλος των φιλελεύθερων Δημοκρατιών. 

Για τη Σοβιετική Ένωση ή την Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ ο καθένας μας έχει την άποψή του και δεν είναι αυτός ο λόγος που σήμερα γράφω ετούτο το κείμενο. Το γράφω γιατί δεν αντέχω να μου κάνουν διαλέξεις Δημοκρατίας φιλελεύθεροι Δημοκράτες και απομεινάρια του Φασισμού, μολύνοντας την νοημοσύνη μου με τα ψέμματά τους. Το κάνω επίσης γιατί πιστεύω ότι τα κίνητρα που οδήγησαν τον Χίτλερ να επιτεθεί στη Ρωσία παραμένουν αναλλοίωτα στη μνήμη όλων αυτών των φιλελεύθερων δημοκρατών που έφτασαν το ΝΑΤΟ σε απόσταση βολής από τους απόγονους των Σοβιετικών. 

Γιατί οι Σύμμαχοι, όπως λεει κι ο Όβερι στο βιβλίο Blood and Ruins, δεν ήταν ακριβώς φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η Βρετανία, η Γαλλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα, ήταν όλες αυτοκρατορίες, μέσα στις οποίες ζούσαν 600 εκατομμύρια άνθρωποι - περισσότερο από το ένα τέταρτο του κόσμου - σε κατάσταση αποικιακής δουλείας.

Και μολονότι στα βιβλία της Δυτικής Ιστορίας οι αποικιακές διαστάσεις του Β' Παγκοσμίου Πολέμου συνήθως δεν τονίζονται, δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι η τύχη όλων αυτών των Αυτοκρατοριών  ήταν κεντρική στα αίτια και την πορεία του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. 

Ωστόσο, τα πιο δημοφιλή βιβλία αλλά και οι ταινίες του Χόλιγουντ το παρουσιάζουν όπως έκανε ο Τσόρτσιλ, ως μια δραματική αντιπαράθεση μεταξύ εθνών που αγαπούν την ελευθερία και ανελέητων τυράννων. Πόσο σχετικό είναι αυτό σήμερα;

Και το αφήγημα μπορεί να λειτουργεί όταν οι πολεμικές ιστορίες επικεντρώνονται στις εισβολές του Αδόλφου Χίτλερ σε κυρίαρχα κράτη στην Ευρώπη. Παραπαίει, ωστόσο, όταν επικεντρώνονται στον Ειρηνικό. Εκεί, οι Ιάπωνες έβαλαν στο στόχαστρο τις αποικίες των Ευρωπαίων και των Αμερικάνων, σηκώνοντας το λάβαρο της «Ασίας για τους Ασιάτες». Οι Σύμμαχοι κέρδισαν την αυτοκρατορική Ιαπωνία, αλλά μόνο για να επιστρέψουν τη Βιρμανία στους Βρετανούς και την Ινδονησία στους Ολλανδούς - την Ασία την άφησαν για τους Ευρωπαίους και τον Ειρηνικό για τους Γιάνκηδες.

Η σύγκρουση του Ειρηνικού για τις αποικίες αποκαλύπτει μια μεγαλύτερη αλήθεια για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πως ήταν, και από τις δύο πλευρές, ένας πόλεμος για την αυτοκρατορία.

Για σκεφτείτε το. Τι ώθησε τη Γερμανία, την Ιαπωνία και την Ιταλία στις κατακτητικές τους εκστρατείες; Η εξήγηση βρίσκεται στο παρελθόν. Και οι τρεις, όπως επισημαίνει ο Overy, ήταν ανερχόμενες οικονομίες χωρίς μεγάλες αυτοκρατορίες. "Ο 19ος αιώνας ήταν μια κούρσα επιβολής αποικιών σε παγκόσμιο επίπεδο και η Βρετανία κέρδισε εκείνη την κούρσα, με άλλες χώρες που εντάχθηκαν αργότερα στους Συμμάχους να παίρνουν δευτερεύοντα βραβεία. Οι δυνάμεις του Άξονα, είχαν αργήσει να μπουν στο παιχνίδι και κατέληξαν με τα αποφάγια. Ακόμη χειρότερα, μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι νικητές απέκλεισαν τους ηττημένους, αποκρούοντας τις προσπάθειες της Ιαπωνίας να ενταχθεί στη λέσχη των μεγάλων δυνάμεων και αφαιρώντας από τη Γερμανία τις πενιχρές υπερπόντιες κτήσεις της. Το αποτέλεσμα; Στη δεκαετία του 1930, οι αυτοκρατορίες των Συμμάχων κατείχαν 15 φορές περισσότερη αποικιακή έκταση από ό,τι τα κράτη του Άξονα".

Ταυτόχρονα, και οι τρεις αναπτυσσόμενες βιομηχανικές δυνάμεις του Άξονα εξαρτιόνταν από πρώτες ύλες που έρχονταν από μακρινές χώρες. Και χωρίς αποικίες, είχαν κάθε λόγο να ανησυχούν για την διαθεσιμότητά τους. Ο Χίτλερ δεν ξέχασε ποτέ ότι κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου σε μεγάλο βαθμό η Γερμανία είχε χάσει την πρόσβαση σε υλικά όπως το καουτσούκ και τα νιτρικά άλατα, ενώ ο ναυτικός αποκλεισμός των Βρετανών είχε προκαλέσει εκτεταμένη πείνα. 

Και η παγκόσμια ύφεση, δηλαδή, η οποία έφερε συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου κατά τα δύο τρίτα από το 1929 έως το 1932, δεν ήταν μια νέα μορφή αποκλεισμού; Πόσο σχετικό είναι αυτό σήμερα;

Όσο ήταν και τότε. "Με την κατάρρευση του διασυνοριακού εμπορίου", όπως λέει και ο Overy, "οι πλούσιες χώρες επιβίωναν με ό,τι υπήρχε εντός των συνόρων τους και αν μη τι άλλο, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι μπορούσαν να στηριχθούν στις αυτοκρατορίες τους. Πώς ένιωθαν όμως οι τρεις εκκολαπτόμμενες αυτοκρατορίες; Οι Γερμανοί έψαχναν να βρουν ζωτικό χώρο και στοχοποίησαν τους σιτοβολώνες της Ουκρανίας και της Ρωσίας, ενώ η παράλληλη ιταλική αναζήτηση για το spazio vitale έλαβε χώρα στην Αφρική. Οι Ιάπωνες με τη σειρά τους κατηγόρησαν τους Αμερικανούς, τους Βρετανούς, τους Κινέζους και τους Ολλανδούς ότι τους στερούν την πρόσβασή τους σε ζωτικούς πόρους, όπως το πετρέλαιο και το καουτσούκ."

Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, δεν ήταν μια αντιπαράθεση ειρηνικών εθνών-κρατών ενάντια σε βίαιους κακοποιούς. Ήταν μια σύγκρουση μεταξύ των κατεστημένων αυτοκρατοριών και των εκκολαπτόμενων αυτοκρατοριών που επεδίωκαν μια βίαιη αναδιανομή των λαφύρων. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και σήμερα. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι όλοι οι ιμπεριαλιστές σήμερα, διαθέτουν πυρηνικά.

Και τότε οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Ηνωμένες Πολιτείες προτιμούσαν την ειρήνη επειδή ήταν ικανοποιημένοι με το status quo. «Έχουμε ήδη το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου ή τα καλύτερα μέρη του», είχε πει ο αρχηγός του ναυτικού της Βρετανίας το 1934. «Θέλουμε μόνο να κρατήσουμε ό,τι έχουμε και να εμποδίσουμε τους άλλους να μας το πάρουν» είχε τονίσει χαρακτηριστικά. Οι Ιάπωνες, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, αντίθετα, επεδίωξαν μια βίαιη αναδιανομή των λαφύρων.

Την ημέρα της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ, η ιαπωνική κυβέρνηση κατηγόρησε την «εγωιστική επιθυμία των αγγλόφωνων δυνάμεων για κατάκτηση του κόσμου». Πόσο σχετικό είναι αυτό σήμερα;

Η σφαιρική άποψη, λέει ο Daniel Immerwahr στο Atlantic του Απριλίου οδηγεί σε μια διαφορετική εικόνα του πολέμου. Για παράδειγμα, πότε ξεκίνησε; Οι περισσότεροι αγγλόφωνοι θα έλεγαν το 1939, με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία. Αλλά μέχρι τότε η Ιαπωνία βρισκόταν ήδη σε συνεχή πόλεμο με την Κίνα για δύο χρόνια και είχε κατακτήσει βίαια το Πεκίνο, τη Σαγκάη και την κινεζική πρωτεύουσα Nanjing. (Η Κίνα έδωσε πρόσφατα εντολή στα σχολικά της βιβλία να χρησιμοποιούν ένα ακόμη πιο πρώιμο έτος έναρξης για τον πόλεμο της με την Ιαπωνία: 1931, όταν οι Ιάπωνες εισέβαλαν στη Μαντζουρία.) Μόνο παραμερίζοντας την Ασία μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διήρκεσε από το 1939 έως το 1945.

"Η Ιαπωνία ξεκίνησε τις μάχες και η Ιαπωνία έκανε τον πόλεμο «παγκόσμιο» γεγονός" επισημαίνει ο Όβερι. "Μέχρι το 1941, οι περιφερειακές συγκρούσεις στην ηπειρωτική Ασία και εκείνες στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο ήταν σε μεγάλο βαθμό αποσυνδεδεμένες. Η Ιαπωνία τις ένωσε στις 7/8 Δεκεμβρίου 1941, όταν επιτέθηκε στη βρετανική αυτοκρατορία στην Ασία. Καταποντίζοντας τις αποικίες της Βρετανίας, η Ιαπωνία τράβηξε τη μεγάλη δύναμη στον πόλεμο του Ειρηνικού. Αυτός είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο παρασύρθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. παρ' όλα τα αυτοσυγχαρητήρια της για το ότι αντιστάθηκε στον φασισμό, η χώρα κήρυξε πόλεμο μόνο όταν μια άλλη χώρα προσπάθησε να καταλάβει τα εδάφη της".

Όπως αναφέρει ο Immerwahr, "Οι επιθέσεις του Δεκεμβρίου του 1941 αποτελούν αντικείμενο σημαντικής μυστικοπάθειας στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου, το επεισόδιο μνημονεύεται ως «Περλ Χάρμπορ» και τοποθετείται στις 7 Δεκεμβρίου 1941, την οποία ο Ρούσβελτ αποκάλεσε ανεξίτηλα «μια ημερομηνία που θα ζήσει μέσα στην ύβρι». 

Αλλά ενώ η ομιλία του Ρούσβελτ επικεντρώθηκε στον ιαπωνικό βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ στην επικράτεια της Χαβάης, αυτός δεν ήταν ο μοναδικός στόχος. Όπως αναγνώρισε ο Ρούσβελτ σε ένα λιγότερο γνωστό μέρος της ομιλίας του, οι Ιάπωνες κατέλαβαν τις αγγλόφωνες εκμεταλλεύσεις στον Ειρηνικό. Επιτέθηκαν μέσα σε λίγες ώρες όχι μόνο στη Χαβάη, αλλά και στις κτήσεις των ΗΠΑ στο Γκουάμ, στις Φιλιππίνες, στο Μίντγουεϊ και στο Γουέικ Άιλαντ και στις βρετανικές κτήσεις της Μαλαισίας, της Σιγκαπούρης και του Χονγκ Κονγκ.

Και δεν ήταν απλώς μια προσπάθεια βύθισης θωρηκτών. Ήταν μια επίθεση στις βρετανικές και τις αμερικανικές αποικίες που πέτυχε. Αν και οι Ιάπωνες δεν κατέκτησαν ποτέ τη Χαβάη ή το Midway, κατέκτησαν όλους τους άλλους στόχους, προσθέτοντας σύντομα τη Βρετανική Βιρμανία, τα εδάφη της Αυστραλίας της Νέας Γουινέας και της Παπούας, σχεδόν όλες τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (σημερινή Ινδονησία), το δυτικό άκρο της Αλάσκας και έναν αστερισμό των αποικισμένων νησιών του Ειρηνικού.

Στον Ειρηνικό λοιπόν, ο πόλεμος ήταν ξεκάθαρα ένας αγώνας για την αυτοκρατορία. Και στην Ευρώπη όμως, ''οπως υποστηρίζει ο Overy, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο διαφορετικά. «Ό,τι ήταν η Ινδία για την Αγγλία, οι χώροι της Ανατολής θα είναι για εμάς», παρατήρησε κάποτε ο Χίτλερ. Αλλάζοντας μάλιστα τις αναλογίες, σημείωσε επίσης ότι οι Γερμανοί πρέπει «να βλέπουν τους ιθαγενείς" δηλ. Ουκρανούς, Ρώσους, Πολωνούς κτλ. ως "ερυθρόδερμους». Εάν η Γερμανία δεν μπορούσε να φτάσει εύκολα σε μακρινά εδάφη στην Ασία ή την Αφρική, θα μπορούσε να χαράξει τον αποικιακό χώρο της στην Ανατολική Ευρώπη. 

Ο στόχος αυτών των αρπαγών γης ήταν οι πόροι, και τα κράτη του Άξονα λεηλάτησαν τα κατακτημένα εδάφη τους. Εκατομμύρια Ασιάτες λιμοκτονούσαν καθώς η Ιαπωνία δέσμευε τρόφιμα—οι Ινδονήσιοι και οι Βιετναμέζοι υπέφεραν και οι δύο από λιμούς. Η Γερμανία λεηλάτησε επίσης, στοχεύοντας τους Εβραίους, αλλά χωρίς να περιορίσει τις λεηλασίες της σε αυτούς. Το σχέδιό της να τραφεί με κατασχεμένα σοβιετικά σιτηρά, το απίστευτα σκληρό «Σχέδιο Πείνας», εφαρμόστηκε με την αντίληψη ότι, εάν πετύχει, θα μπορούσε να σκοτώσει 30 εκατομμύρια. «Η λιμοκτονία και η αποικιοκρατία ήταν γερμανικές πολιτικές», έχει γράψει ο ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ, «τις συζήτησαν, τις συμφώνησαν, τις διατύπωσαν, τις διένειμαν και τις κατανόησαν».

Ήταν όμως αποτελεσματικές τέτοιες πολιτικές; Τελικά όχι, υποστηρίζει ο Overy. Ήταν δύσκολο να εισβάλεις σε μια χώρα, να την υποτάξεις, να την επαναφέρεις γρήγορα σε πλήρη παραγωγικότητα και να μεταφέρεις τα αγαθά της—όλα αυτά ενώ πολεμούσες έναν πόλεμο. Η ακραία βία που χαρακτήριζε τη ζωή στις αυτοκρατορίες του Άξονα μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από τις απεγνωσμένες προσπάθειες των κατακτητών να εξάγουν πόρους που απλώς δεν ήταν επικείμενοι.

Εν τω μεταξύ, οι Σύμμαχοι είχαν ακόμη πολλά εδάφη να αντλήσουν. Όπως αναφέρει ο Όβερι, η Βρετανία μπορούσε να συγκεντρώσει 2,7 εκατομμύρια στρατεύματα μόνο από την Ινδία. Στην ηπειρωτική έκταση των Ηνωμένων Πολιτειών - που κέρδισε τον 19ο αιώνα μέσω πολέμων, αγορών και εκκένωσης των ιθαγενών - βρισκόταν σχεδόν το 60 τοις εκατό των αποδεδειγμένων αποθεμάτων πετρελαίου στον κόσμο. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί έμειναν από καύσιμα στη Βόρεια Αφρική, ενώ οι Αμερικανοί έστελναν τανκς εκεί από το Ντιτρόιτ. Οι προμήθειες των ΗΠΑ διέρχονταν μέσω ενός παγκόσμιου κυκλοφορικού συστήματος βάσεων, πολλές από αυτές σε συμμαχικές αποικίες, που εκτείνονταν στην Καραϊβική, την Αφρική, την Ασία και τον Ειρηνικό.

Αποσπώντας τα νησιά του Ειρηνικού μακριά από την Ιαπωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν το 1945 να εξαπλώσουν τα δίχτυα τους σε κοντινή απόσταση από τα νησιά της Ιαπωνίας, τα οποία βομβάρδισαν εξονυχιστικά. Και όταν έπεσε η ιαπωνική αυτοκρατορία, οι Σύμμαχοι έσπευσαν να ανακτήσουν τις χαμένες αποικίες τους.

Οι συμμαχικοί ηγέτες δεν κόλλησαν στις αντιφάσεις μεταξύ του αγώνα για την ελευθερία και του αγώνα για τις αποικίες. Η Αυτοκρατορία ήταν «μια τεράστια μηχανή για την υπεράσπιση της ελευθερίας», διακήρυξε ο αποικιακός γραμματέας της Βρετανίας, με θράσος, στο τέλος του πολέμου.

Τα πράγματα όμως τα έβλεπαν διαφορετικά οι ντόπιοι στον αποικισμένο κόσμο. Ο Overy εστιάζει στους ιμπεριαλιστές ηγεμόνες και όχι στους υπηκόους τους—τη Βρετανία και την Ιαπωνία, με άλλα λόγια, όχι τη Βιρμανία και τις Φιλιππίνες. Ωστόσο, οι αναλαμπές που δίνει για την αποικιακή ζωή επιβεβαιώνουν την προειδοποίηση του Γκάντι προς τον Ρούσβελτ ότι, "στις αποικίες όπου οι Σύμμαχοι καυχιούνται ότι προστατεύουν την ελευθερία και τη δημοκρατία κανείς δεν τους δίνει πλέον προσοχή".

Κάτι ήξερε ο Γκάντι

Η χώρα του Γκάντι, η Ινδία, μπήκε στην ευρωπαϊκή σύγκρουση το 1939 όχι από οποιαδήποτε λαϊκή επιθυμία να καταπνίξει τον ναζισμό, αλλά επειδή ο Βρετανός αντιβασιλέας της είχε κηρύξει τον πόλεμο για λογαριασμό της. Πολλοί από τους συναδέλφους εθνικιστές του Γκάντι παραιτήθηκαν από τις κυβερνητικές θέσεις τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αλλά με μικρό αποτέλεσμα. Το Λονδίνο ζήτησε στρατεύματα και προμήθειες από την αποικία του, που πληρώθηκαν με IOU, για να εξαργυρωθούν μετά τον πόλεμο. Η οικονομική διαρροή από την Ινδία, που ήταν ήδη φτωχή, προκάλεσε κρίση.

Οι συνθήκες έγιναν τρομερές στη Βεγγάλη, μια ινδική επαρχία κοντά στην άκρη της αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας. Εκεί, οι αποικιακές αρχές κατάσχεσαν τρόφιμα, εκκένωσαν χωριά και κατέστρεψαν δεκάδες χιλιάδες βάρκες από φόβο μήπως τις πάρουν οι Ιάπωνες εισβολείς. Ωστόσο, αυτό αφαίρεσε επίσης τις τοπικές πηγές υποστήριξης και ενθάρρυνε την μαύρη αγορά. Πολλοί Ινδοί πεινούσαν.

Όπως λέει με σαρκασμό ο Όβερι, οι Βρετανοί, φυσικά, πήραν την πείνα στα σοβαρά. Η κυβέρνηση στο Λονδίνο ήταν «πλημμυρισμένη από διατροφολόγους», έγραψε ο ιστορικός Τζέιμς Βέρνον. Ο πόλεμος σήμαινε έλλειψη αγαθών, αλλά οι αξιωματούχοι ερεύνησαν επιμελώς τις δημόσιες ανάγκες, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στις ευάλωτες ομάδες και μεριμνούσαν τα τρόφιμα προσεκτικά και δίκαια. Ο Τσόρτσιλ ήταν αποφασιστικός: «Τίποτα δεν πρέπει να παρεμβαίνει στις προμήθειες που απαιτούνται για να διατηρηθεί η αντοχή και η αποφασιστικότητα του λαού αυτής της χώρας».

Ωστόσο, με τον όρο «αυτή τη χώρα», ο Τσόρτσιλ εννοούσε τα βρετανικά νησιά. Εκεί, ο διατροφικός σχεδιασμός του κράτους ήταν τόσο επιτυχημένος που οι δίαιτες βελτιώθηκαν παρά τις ελλείψεις. Στη Βεγγάλη, αντίθετα, οι Βρετανοί αξιωματούχοι έκαναν σοκαριστικά ένα τίποτα για να σταματήσουν τη στέρηση που είχαν δημιουργήσει από την πείνα. Επέμεναν να αφήνουν την αγορά να λειτουργεί ελεύθερα βλέποντας το ρύζι να ρέει από τη Βεγγάλη και τους ανθρώπους να πεθαίνουν από την πείνα. Ο Overy αφιερώνει μόνο μια παράγραφο στον λιμό που προέκυψε, αλλά καταγράφει τον τεράστιο αριθμό των θανάτων του, τον οποίο τοποθετεί σε 2,7 εκατομμύρια έως 3 εκατομμύρια. Πιεσμένο να στείλει βοήθεια, το πολεμικό υπουργικό συμβούλιο στο Λονδίνο αρνήθηκε. Ο Τσόρτσιλ κατηγόρησε τους Ινδούς ότι «αναπαράγονται σαν κουνέλια».

Ο Γκάντι και οι ηγέτες του κόμματός του, το Εθνικό Κογκρέσο της Ινδίας, διαμαρτυρήθηκαν σθεναρά για την πολιτική δήμευσης της κυβέρνησης που προκαλούσε λιμό και, μέρες μετά, απείλησαν με μαζική πολιτική ανυπακοή εάν η Ινδία δεν απελευθερωνόταν. Ο Τσόρτσιλ ήταν αποπλητικός. «Δεν θα αφήσουμε τους Hottentots με λαϊκή ψήφο να πετάξουν τους λευκούς στη θάλασσα» ήταν η άποψή του. Οι Βρετανοί συνέλαβαν την ηγεσία του Εθνικού Κογκρέσου, συμπεριλαμβανομένου του Γκάντι. Μέχρι το τέλος του 1943, σχεδόν 92.000 βρίσκονταν πίσω από τα κάγκελα.

Όταν ο Γκάντι έγραψε στον Χίτλερ

«Αντιστεκόμαστε στον βρετανικό ιμπεριαλισμό όχι λιγότερο από ό,τι στον ναζισμό», έγραψε ο Γκάντι στον Χίτλερ. «Αν υπάρχει διαφορά, είναι στο μέγεθος». Αν υπάρχει διαφορά. Ο W. E. B. Du Bois, ένας κορυφαίος αφροαμερικανός στοχαστής, δεν ήταν επίσης σίγουρος ότι είδε καμιά διαφορά. «Δεν υπήρξε καμία ναζιστική θηριωδία», έγραψε μετά τον πόλεμο, «την οποία ο χριστιανικός πολιτισμός της Ευρώπης δεν ασκούσε πολύ καιρό πριν εναντίον των έγχρωμων λαών σε όλα τα μέρη του κόσμου στο όνομα και για την υπεράσπιση μιας Ανώτερης Φυλής».

Το 1940, σχεδόν ένα στα τρία άτομα στον πλανήτη ήταν κάτω από τη μπότα της αποικοκρατίας. Μέχρι το 1965, ήταν μόλις ένας στους 50.

Ακολουθώντας την ίδια λογική στο συμπέρασμά του, ο Ινδός εθνικιστής Subhas Chandra Bose δραπέτευσε από τον βρετανικό κατ' οίκον περιορισμό στη Βεγγάλη και κατέφυγε στη Γερμανία του Χίτλερ. Ο Μποζ στρατολόγησε χιλιάδες αιχμαλώτους Ινδούς για να πολεμήσουν με τη Βέρμαχτ και στη συνέχεια, μετακομίζοντας στην Ιαπωνική αυτοκρατορία, βοήθησε να συγκεντρώσει έναν Ινδικό ομογενή στρατό για να επιτεθεί στη Βρετανική Ινδία. Για τον Bose, αυτό δεν ήταν μια εισβολή αλλά μια απελευθέρωση. 

Λέτε να διακατέχουν τον νυν αυταρχικό πρωθυπουργό της Ινδίας, Μόντι οι ίδιες προτιμήσεις στην επιλογή συμμάχων με τον Μπος; Ίσως αυτό να εξηγεί την προτίμηση του στον Τραμπ και όχι στον Μπάιντεν...

Ούτως ή άλλως όπως επισημαίνει ο Όβερι, οι "μαχητές της ελευθερίας" του Bose γνώρισαν μια γρήγορη ήττα. Ωστόσο, η αιτία που κρυβόταν πίσω από τις πράξεις τους αντηχούσε σε όλη την Ασία. Εκεί όπου η αυτοκρατορία κατέρρεε. Τα όπλα, κάποτε αυστηρά ελεγχόμενα, εξαπλώθηκαν ευρέως κατά τη διάρκεια των μαχών. Και η Ιαπωνία, με τη δυνατή ρητορική της για τον τερματισμό της ξένης κυριαρχίας, έριξε λάδι στη φωτιά. Το θέαμα των λευκών που εκδιώχθηκαν και οι Ασιάτες που έπαιρναν τη θέση τους ήταν κάτι που οι αποικισμένοι άνθρωποι δεν μπορούσαν εύκολα να ξεχάσουν.

Οι Σύμμαχοι νίκησαν τις δυνάμεις του Άξονα αλλά, όπως σημειώνει ο Overy, οι μάχες δεν σταμάτησαν. Η ανάκτηση των συμμαχικών αποικιών απαιτούσε πολύ περισσότερα πράγματα από την εκδίωξη αντιπάλων αποικιστών. Σήμαινε επίσης την αντιμετώπιση των εξεγερμένων, που ήταν οπλισμένοι και απεχθάνονταν να επιστρέψουν στην περασμένη κανονικότητα. Μόλις ένα μήνα αφότου η Ιαπωνία ανακοίνωσε την παράδοσή της, η Ινδονησία και το Βιετνάμ διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους και η Μαλαισία βρισκόταν σε εξέγερση.

Οι Βρετανοί, οι Ολλανδοί και οι Γάλλοι αποικιοκράτες έκαναν αγριότητες για να κρατήσουν τα υπάρχοντά τους («Πυροβολήστε πριν σας πυροβολήσουν και μην εμπιστεύεστε κανέναν μαύρο!» ήταν οι οδηγίες που λάμβαναν οι Ολλανδοί στρατιώτες), αλλά τελικά έχασαν αυτές τις μάχες. Το 1940, σχεδόν ένα στα τρία άτομα στον πλανήτη ήταν υπήκοοι ή σκλάβοι σε αποικίες. Μέχρι το 1965, ήταν μόλις ένας στους 50.

Όπως λοιπόν υποστηρίζει ο Όβερι, σήμερα λίγοι υπολογίζουν τον γαλλικό πόλεμο στο Βιετνάμ (ή τον πόλεμο των ΗΠΑ που ακολούθησε αμέσως) ως συνέχεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως γιατί όχι, αναρωτιέται. Η ιστορία τελειώνει το 1945 χάρη μόνο στην εστίαση που δόθηκε στην Ευρώπη και στο πλαίσιο της δημοκρατίας εναντίον του ολοκληρωτισμού, που βγάζει την αυτοκρατορία εκτός εικόνας.

Η αγνόηση της αυτοκρατορίας μετατρέπει επίσης τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε ηθικό θρίαμβο. Αυτό είναι παρήγορο για τους νικητές, αλλά δεν κράτησε πάρα πολύ. Ενώ η Γερμανία και η Ιαπωνία ανέπτυξαν σοβαρά κινήματα ειρήνης μετά το 1945, οι συμμαχικές δυνάμεις, και ιδιαίτερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, διατήρησαν τις πολεμικές τους βάσεις. 

Αν και οι ΗΠΑ δεν κήρυξαν ποτέ ξανά πόλεμο αφού νίκησαν την Ιαπωνία, ο μελετητής Ντέιβιντ Βάιν υπολογίζει ότι μόνο για δύο χρόνια μέχρι σήμερα -από το 1977 έως το 1979- οι αμερικανικές δυνάμεις δεν εισέβαλαν ή δεν πολεμούσαν σε κάποια ξένη χώρα.

Η βία που έσπειραν από την Καμπότζη έως το Κονγκό, είχε συχνά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως πρότυπο. Πρώτα ο «ελεύθερος κόσμος» πολέμησε τους «ολοκληρωτικούς» εχθρούς στον Ψυχρό Πόλεμο, μετά ήρθε ο «άξονας του κακού» και ο «ισλαμοφασισμός».

«Κάθε διαδοχική σύγκρουση», γράφει η καθηγήτρια του West Point Elizabeth Samet στο πρόσφατο βιβλίο της, Looking for the Good War: American Amnesia and the Violent Pursuit of Happiness, «οδήγησε στην επανάληψη και την επανεφεύρεση της μυθολογίας του Good War για να δικαιολογήσει ή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη χρήση της αμερικανικής ισχύος». Πεπεισμένοι για την εγγενή καλοσύνη του πολέμου, οι ηγέτες των ΗΠΑ προσπαθούν να τον πολεμήσουν ξανά και ξανά με νέες μορφές.

Ίσως όμως θα  ήταν καλύτερο να δουν τον πόλεμο μέσα από τα μάτια του Γκάντι παρά του Τσόρτσιλ: ως μάχη για την κυριαρχία, όχι ως μια αναμέτρηση του καλού με το κακό με φόντο τον Αρμαγεδώνα. Ίσως τότε να τον θυμόντουσαν περισσότερο σαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια θανατηφόρα σύγκρουση αντιπάλων με συμφέροντα. Εκείνος ο προηγούμενος πόλεμος δίδαξε ακόμη και στους νικητές του να είναι καχύποπτοι για τη μιλιταριστική ηθικολογία. Αλλά περιορίζοντας την προσοχή τους στην Ευρώπη και λαμβάνοντας μια περιφερειακή άποψη ενός παγκόσμιου πολέμου, οι Δυτικοί νικητές στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο απέφυγαν να μάθουν αυτό το μάθημα.

Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, δεν ήταν μια αντιπαράθεση ειρηνικών εθνών-κρατών ενάντια σε βίαιους κακοποιούς. Ήταν μια σύγκρουση μεταξύ των κατεστημένων ιμπεριαλιστών και των σιχτιριασμένων ιμπεριαλιστών. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και σήμερα. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι σιχτιριασμένοι ιμπεριαλιστές σήμερα, διαθέτουν πυρηνικά.


No comments:

Post a Comment