Thursday, August 11, 2016

Τα μπεμόλια (I-IV)


Συντάκτης: Δημήτρης Νανούρης Στήλη: ΜΕΤΕΩΡΟΣ / Η Εφημερίδα των Συντακτών
Ψαρούδας, Μπεράτης, Μπότασης, Αγρας, Πολίτης... Τρανταχτά ονόματα των γραμμάτων, της λαογραφίας και του πενταγράμμου πλαισίωσαν την επιτροπή λογοκρισίας του Μεταξά με αντικείμενο τον προληπτικό έλεγχο στις γραμμοφωνήσεις τραγουδιών. Θα αναρωτηθείτε δικαίως, τι πετριά με βάρεσε ντάλα καλοκαίρι, προτού επιστρέψω καλά καλά απ' την πετραία γη των Κυκλάδων, και το 'ριξα στη βαριά θεματολογία. 


Ας όψεται η αλήστου μνήμης 4η Αυγούστου 1936, από την οποία συμπληρώνονται σήμερα ογδόντα συναπτά έτη. Μόλις χθες άλλωστε έγραφα για τον ανυπέρβλητο Γιάννη Παπαϊωάννου που την έζησε στο πετσί του και συνέβαλε ώς έναν βαθμό με τον τρόπο του να μη σταματήσουν οι ηχογραφήσεις ρεμπέτικων κατά την ανώμαλον και ταραγμένη προσέτι περίοδο. Ο κυριότερος λόγος, εν τούτοις, έγκειται στο ότι στην κατηραμένη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας η λογοκρισία ουδέποτε εξέλιπε, καθότι όλοι την απεχθάνονται και όλους τους βολεύει· αριστερούς, δεξιούς και αδέξιους. 

Λοιπόν ο μπαρμπα-Γιάννης, που στα είκοσι δύο του μόνο μπάρμπας δεν ήταν, έλαβε το θάρρος να διαμαρτυρηθεί αυτοπροσώπως στον Μεταξά. Τον εμπόδισαν στην πόρτα του γραφείου του ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης και ο Θεολόγος Νικολούδης, κουμανταδόροι του διαβόητου υφυπουργείου Τύπου, προπαγάνδας πά' να πει. Ακολούθησε έντονος διάλογος. Ο δικτάτορας άκουσε τις φωνές, ρώτησε τον Παπαϊωάννου ποιος είναι και τι θέλει και κατόπιν τον κάλεσε μέσα. 

Ιδού πώς περιγράφει το περιστατικό ο μεγάλος συνθέτης στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ντόμπρα και σταράτα», εκδόσεις «Κάκτος»: «-“Θα πεθάνουμε”, του λέω, “κύριε πρόεδρε, αυτή είναι η δουλειά μας”. -“Βγάζετε χασικλίδικα, γι' αυτό δεν σας αφήνω”, λέει ο Μεταξάς. -“Εγώ δεν βγάζω χασικλίδικα, να σας παίξω να δείτε”. -“Βγάζουν οι άλλοι”, μου λέει αυτός. -“Ούτε κι αυτοί”, του λέω, “βγάζουν πια, σταματήσανε, όλα τα τραγούδια μας είναι ωραία”. Και βγάζω τον μπαγλαμά μέσα απ' το παλτό και του 'παιξα τη “Βαγγελίτσα”. [...] Ο Μεταξάς άρχισε να γελάει. Εδωσε εντολή να τα επιτρέψουνε, χωρίς όμως χασικλίδικα λόγια». 

Δεν πονηρεύτηκε ο Παπαϊωάννου, όταν βγαίνοντας η γραμματέας τού ζήτησε τα στοιχεία του. Επειτα από λίγες μέρες δυο τύποι με πολιτικά τον επισκέφθηκαν σπίτι και του όρισαν ένα «πονηρό» ραντεβού. Στο συγκεκριμένο μέρος τον περίμεναν τέσσερις «δημοσιογράφοι, συγγραφείς, τέτοιοι, κι ένας στιχουργός». Του είπαν ότι δεν τους αρέσει το λαϊκό τραγούδι όπως είναι, του ανέφεραν πως έχουν σχέδιο να το εξυγιάνουν και με άκρα μυστικότητα ζήτησαν τη συνεργασία του. 

Ιωάννης Ψαρούδας. Φτασμένος μουσικολόγος. Δυτικοτραφής. Θεωρούσε, όπως πολλοί σύγχρονοί του, έγκλημα καθοσιώσεως τις εξ Ανατολών επιρροές στην τέχνη της Ευτέρπης, την οποία είχε βαλθεί να διορθώσει σύμφωνα με τα δικά του χούγια. Τον ενοχλούσαν αφάνταστα τα μπεμόλια, ήτοι, στην αργκό των μουσικών, οι υφέσεις και οι διέσεις, που χαρακτηρίζουν τη βυζαντινή μουσική και κατ' επέκτασιν τους αμανέδες και τα σμυρναίικα. Στη βίαιη εκρίζωσή τους στόχευε το σχέδιό του. Ο Παπαϊωάννου δεν συνεργάστηκε. Δυστυχώς το 'καναν άλλοι μεγάλοι του ρεμπέτικου. 

Τα μπεμόλια ΙΙ



Από μουσική δεν σκαμπάζω πολλά. Δεν μου διαφεύγει ωστόσο ότι στο πεντάγραμμο οι υφέσεις σημειώνονται με ένα λατινικό «b». Το σι ύφεση, επί παραδείγματι, διαβάζεται «σι μπεμόλ», το σολ ύφεση «σολ μπεμόλ» κ.ο.κ. Οι λαϊκοί οργανοπαίκτες που ήξεραν νότες τα απέδιδαν στο ιδιόλεκτό τους ως «μπεμόλια». Πρόκειται για τους τόνους που δίνουν αυτό το μαγικό κελάρυσμα στη φωνή, την κάνουν σάμπως να μετεωρίζεται και έλκουν την καταγωγή τους από τη βυζαντινή μουσική.

Μόνο τυχαίο δεν είναι το ότι κορυφαίοι ερμηνευτές, όπως ο Νούρος, ο Στελλάκης, ο Στράτος, ο Κάβουρας, ο Ρούκουνας, υπήρξαν ψαλτάδες. Αλλωστε η Μπέλλου μυήθηκε στο άδειν από τον παπά παππού της μικρή στη Χαλκίδα. Τα μπεμόλια βρίσκουν τη χαρακτηριστικότερη έκφρασή τους στον αμανέ και διαπερνούν, ασφαλώς, το σύνολο του σμυρναίικου τραγουδιού. Κάθονταν, λες, στον λαιμό των λιμοκοντόρων, δυτικότροπων, σοφολογιότατων μουσικολόγων που επιθυμούσαν διακαώς να τα εξαφανίσουν.



Απέκλεισαν διά ροπάλου από τις ηχογραφήσεις τους αμανέδες οι φωστήρες της μεταξικής λογοκρισίας, ως τάχα μου ξενόφερτο, τουρκομερίτικο είδος, χωρίς να τους προκαλέσει τον παραμικρό ενδοιασμό το ότι την ίδια περίπου περίοδο τούς απαγόρευε και ο Κεμάλ στην Τουρκία με το πρόσχημα ότι είναι ελληνογενείς. Οι συνθέτες με τα σαντούρια, τα βιολιά και τα κανονάκια πέρασαν από σαράντα κύματα. Οι λογοκριτές επέστρεφαν τα κομμάτια τους, αξιώνοντας να τα προσαρμόσουν στους δυτικούς τρόπους. Περήφανος ο Βαγγέλης Παπάζογλου, δεν καταδέχτηκε να υποβάλει τα έργα του προς έγκριση και δεν ξαναγραμμοφώνησε έκτοτε.

Νισάφι, είπε κι ο Γιοβάν Τσαούς (Γιάννης Εϊτζιρίδης), ο πιο καταρτισμένος μουσικός της εποχής, κι έκανε το ίδιο. Αιτία του απηνούς διωγμού ήταν βέβαια η ζήλια, καθότι οι εκ Μικράς Ασίας καλλιτέχνες μονοπωλούσαν τη δισκογραφία και τα πάλκα. Η Ρόζα και η Ρίτα μεσουρανούσαν στις μπίρες κατά τον Μεσοπόλεμο, ενώ διευθυντές της Κολούμπια και της Οντεόν χρημάτισαν οι μαέστροι Σπύρος Περιστέρης, που 'παιζε εννιά όργανα, Δημήτρης Σέμσης (Σαλονικιός) και Πάνος Τούντας, όλοι τους επιφανείς εκπρόσωποι του σμυρναίικου.



Εν πολλοίς καθόριζαν την παραγωγή, αλλά και το ύφος των τραγουδιών που γίνονταν ανάρπαστα στο κοινό, περιθωριοποιώντας αναπόφευκτα τις οπερέτες και το ελαφρό ρεπερτόριο. Επιπροσθέτως οι Μικρασιάτες ανήκαν κατά συντριπτική πλειονότητα στην προοδευτική παράταξη και η 4η Αυγούστου τους αντιμετώπιζε σαν πολιτικούς αντιπάλους, ως οιονεί επικίνδυνους κομμουνιστές. Ο θεμελιώδης, όμως, λόγος για το ανήκουστο πογκρόμ ήταν ίσως ο ευρωμιμητισμός, το σύνδρομο του επαρχιώτη που κατατρύχει τους Νεοέλληνες, ώστε να θεωρούν χρυσάφι οτιδήποτε λαμπυρίζει εξ Εσπερίας, ακόμα και τα σπασμένα καθρεφτάκια.

Στους δεξιούς και αριστερούς υποτελείς ευρωλιγούρηδες, που καταπίνουν αμάσητα σήμερα χίλια μνημόνια μόνο και μόνο για να αυταπατώνται πως έχουν πρωτεύουσα τις Βρυξέλλες, στους παλαιούς και όψιμους «μενουμεευρωπαίους», κατά πώς τους αποκαλεί ένα τρελό αγόρι, δίχως να υποψιάζεται ότι περιγράφει τον ίδιο του τον εαυτό, οφείλουμε τα χάλια μας και τις πομπές μας. Εν προκειμένω όμως έχουμε ένα οργανωμένο σχέδιο, μελετημένο ώς την τελευταία λεπτομέρεια, για το μανιπουλάρισμα του πολιτισμού μας, που εκπονήθηκε και εκτελέστηκε απ' τη δικτατορία του Μεταξά και που δυστυχώς πέτυχε τον στόχο του. (Συνεχίζεται αναγκαστικά)

Τα μπεμόλια ΙΙΙ



Το σμυρναίικο τραγούδι έσβησε οριστικά και αμετάκλητα μετά τον Πόλεμο. Δεν ευθύνεται μόνο η λογοκρισία του Μεταξά, του Νικολούδη και του Ψαρούδα. Μεσούσης της Κατοχής πέθαναν, ουσιαστικά απ' την πείνα, σημαντικότατοι συντελεστές του: ο Βαγγέλης Παπάζογλου ή Αγγούρης, ο Πάνος Τούντας, ο Κώστας Σκαρβέλης ή Παστουρμάς, ο Γιώργος Κάβουρας κι ο Γιοβάν Τσαούς, κατά κόσμον Γιάννης Εϊτζιρίδης, δηλητηριασμένος από παλαμίδα μαυραγορίτη, με διαφορά λίγης ώρας απ' τη γυναίκα του Κατερίνα Χαρμουτζή, που 'γραψε τους στίχους του εμβληματικού «Πέντε μάγκες στον Περαία». 

Ενα καλοκαιρινό βράδυ στα 1944, βρέθηκε νεκρός στα τριάντα δύο του από υπερβολική δόση ηρωίνης, σ' ένα καροτσάκι της δημαρχίας, ο Ανέστος Δελιάς, τ' Αρτεμάκι, που παρότι μπουζουξής, καταγόταν από οικογένεια επιφανών Σμυρνιών παιχνιδιατόρων. Ο πατέρας του Παναγιώτης έπαιζε περίφημο σαντούρι και ο θείος του Μιχάλης, βιολί. Ούτε αυτός καταδέχτηκε να δώσει τραγούδια του στους λογοκριτές και σταμάτησε να ηχογραφεί από το 1937. Το κλασικό, πειραιώτικο ρεμπέτικο κυνηγήθηκε κυρίως για τους στίχους του. Τα «ψαλίδια» της δικτατορίας πετσόκοψαν τα χασικλίδικα λόγια. Αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι εκπρόσωποί του, δεν ενοχλήθηκαν απ' τις... ανεπαίσθητες αλλοιώσεις στη μουσική. Ούτως ή άλλως δεν ήξεραν να διαβάζουν νότες, ήταν φτωχοί κι οι γραμμοφωνήσεις συνιστούσαν μια τονωτική οικονομική ενίσχυση. 



Λαιμητόμος έπεσε στους τεκέδες, οίτινες αντικαταστάθηκαν αυθωρεί σε ταβέρνες, το «μαύρο» έγινε λαγαρό κρασάκι, εξ ου το μετέπειτα σκωπτικό «κρασίσι», και η πρέζα ούζο. Τόσο απλά. Οι αλανιάρες μεταμορφώθηκαν σε παιχνιδιάρες και πάει λέγοντας. Ο Μάρκος αντελήφθη εξ ενστίκτου τις απαιτήσεις της εποχής. Γράφει στην Αυτοβιογραφία του, εκδόσεις Παπαζήση: «Ο,τι έλεγε ο Μεταξάς έπρεπε να γίνει. [...] Κάποιος μουσικός Ψαρούδας, καλή του ώρα αν ζει, εάν έχει πεθάνει Θεός σχωρέστονε, μου είπε: Παιδί μου να μου τα φέρνεις εδώ να στα φτιάχνω εγώ. [...] Εφτιαξα διαφορετικά το γράψιμό μου τότες, συμμορφώθηκα και δεν πήγα σ' αυτούς. Δεν τους είχα ανάγκη ποτές». Ας δούμε τι εννοεί: 



Ιδιαζόντως πολιτικοποιημένος, ο πατριάρχης του ρεμπέτικου, γραμμοφώνησε προ λογοκρισίας το ιδιοφυές και πάντα επίκαιρο «Ο Μάρκος υπουργός», εμπνευσμένο από τον θάνατο τριών πρωθυπουργών σε διάστημα 2,5 μηνών το 1936: «Πέθανε ο Κονδύλης μας πάει κι ο Βενιζέλος/ την πούλεψε κι ο Δεμερτζής/ που θα 'φερνε το τέλος.// Οσοι γινούν πρωθυπουργοί/ όλοι τους θα πεθάνουν/ τους κυνηγάει ο λαός/ απ’ τα καλά που κάνουν.// Βάζω υποψηφιότητα/ πρωθυπουργός να γίνω/ να κάθομαι τεμπέλικα/ να τρώω και να πίνω.// Και ν’ ανεβαίνω στη Βουλή/ εγώ να τους διατάζω/ να τους πατώ τον αργιλέ/ και να τους μαστουριάζω». 

Ανάλογη φλασιά έφαγε και στα 1937, γράφοντας: «Θέλω να γίνω ισχυρός ωσάν τον Μουσολίνι/ ωσάν τον Χίτλερ ζόρικος που ούτε ψιλή δε δίνει.// Σαν τον Κεμάλ που έκανε μεγάλη την Τουρκία/ και κάνουν κόζι οι Ελληνες κι έχουνε απορία.// Κι εσύ βρε Στάλιν αρχηγέ του κόσμου το καμάρι/ όλοι οι εργάτες σ’ αγαπούν γιατί είσαι παλικάρι». «Πώς να το παρουσιάσω αυτό το πράμα στον Μεταξά», γράφει. «Μόνος μου λοιπόν το απόριψα κι έβαλα τα λόγια της Πονηρής», που την τραγούδησε με τον Στράτο. Θαυμάστε: «Εγώ για σε βρε πονηρή θα πάω να μαστουρώσω/ μες στο δικό σου μαχαλά με όλους θα μαλώσω». Σουρώσω αντί μαστουρώσω, λέει βέβαια ο δίσκος. Ας είναι καλά ο Ψαρούδας. (Συνεχίζεται)

Τα μπεμόλια IV



Καταστάσεις τραγελαφικές δημιούργησε η λογοκρισία της 4ης Αυγούστου. Η περίπτωση της «Βαρβάρας» είναι χαρακτηριστική. Το επίμαχο άσμα της Κολούμπια κυκλοφόρησε τον χειμώνα του 1936, τραγουδισμένο απ' τον Στελλάκη Περπινιάδη σε μουσική και λόγια του Παναγιώτη Τούντα. Οι γαργαλιστικοί στίχοι του και η υπέροχη μελωδία το έκαναν αμέσως σουξέ: Η Βαρβάρα κάθε βράδυ στη Γλυφάδα ξενυχτάει/ και ψαρεύει τα λαβράκια, κεφαλόπουλα, μαυράκια./ Το καλάμι της στο χέρι, κι όλη νύχτα στο καρτέρι/ περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει.//

Ενας κέφαλος βαρβάτος, όμορφος και κοτσονάτος/ της Βαρβάρας το τσιμπάει, το καλάμι της κουνάει./ Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει τον αγκίστρωσε τον πιάνει/ τον κρατά στα δυο της χέρια και λιγώνεται στα γέλια.// Ωπ! Αϊντα./ Κοίταξε μωρή Βαρβάρα, μη σου μείνει η λαχτάρα/ τέτοιος κέφαλος με νύχι, δύσκολα να σου πετύχει./ Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει και στη θάλασσα βουτήξει/ βάστα τον απ’ το κεφάλι μη σου φύγει πίσω πάλι.// Στο καλάθι της τον βάζει κι από την χαρά φωνάζει/ έχω τέχνη έχω χάρη ν’ αγκιστρώνω κάθε ψάρι./ Για ένα κέφαλο θρεμμένο όλη νύχτα περιμένω/ που θα 'ρθει να μου τσιμπήσει το καλάμι να κουνήσει. Γεια σου Γιοβάν Τσαούς με την παρέα σου. (Επρόκειτο για την ορχήστρα). Ωπ! Ωπ! Αϊντα!



Φαίνεται όμως πως ο Μεταξάς, ο Νικολούδης, ο Ψαρούδας και σύσσωμη η δική τους παρέα απεχθάνονταν τους κέφαλους, θεώρησαν το τραγούδι άσεμνο και το απαγόρευσαν. «Η αστυνομική Διεύθυνσις Πειραιώς κατόπιν διαταγής του Υπουργού Εσωτερικών εκοινοποίησεν εγκύκλιον προς όλα τα τμήματα της περιφερείας διά της οποίας απαγορεύεται η χρήσις του δίσκου γραμμοφώνου "Βαρβάρα". Οι άδοντες ή παίζοντες εις γραμμόφωνα το εν λόγω άσμα θα παραπέμπονται εις το Πταισματοδικείον» έλεγε η σχετική ανακοίνωση.

Απτόητοι αστυνομικοί πήραν τις ρούγες και τα στενά απ' άκρου εις άκρον της χώρας, συλλαμβάνοντας τους γραμμοφωνιτζήδες που έπαιζαν τη «Βαρβάρα» στους μαχαλάδες, σπάζοντας ταυτοχρόνως τα τεκμήρια του εγκλήματος, ήτοι χιλιάδες δίσκους. Στις 21 Δεκεμβρίου 1936 ο Θεμιστολής Λαμπρόπουλος, αφεντικό της Κολούμπια, ο Τούντας, ο Στελλάκης και δεκάδες δισκοπώλες και πλανόδιοι κάθισαν στο εδώλιο.

Λεφούσι οι κυρίες της αριστοκρατίας και πλήθος λαού απ' τις παρακατιανές τάξεις παρακολούθησαν τη δίκη, που αναδείχθηκε σε κορυφαίο κοσμικό γεγονός. Καταδικάστηκε μόνο ο συνθέτης σε τσουχτερό πρόστιμο. Είχε βγάλει βέβαια τα δεκαπλάσια από τις πωλήσεις.

Οι φωνογραφικές εταιρείες δεν είναι κορόιδα. Λίγες μέρες αργότερα ηχογραφήθηκε με την ίδια μελωδία από τον Ρούκουνα «Η Μαρίκα η δασκάλα», που πάει να ψωνίσει στην αγορά: Ενας νιος λεβέντης πρώτης/ ο ψαράς ο Παναγιώτης/ τη δασκάλα τη γνωρίζει/ και τηνε καλημερίζει/ έχω δυο λαβράκια φίνα/ που 'ρθαν τώρα απ’ τη Ραφήνα/ πάρ' το ένα να το βράσεις/ μια ψαρόσουπα να φτιάσεις...

Στους λογοκριτές όμως δεν άρεσαν ούτε τα λαβράκια, οπότε απαγόρευσαν εκ νέου το προκλητικό άσμα, που κυκλοφόρησε αυθωρεί, πάλι με τον Στελλάκη, σε τρίτη βερσιόν ως «Μανωλιός και Δημητρούλα», όπου ο ερωτευμένος νεανίας παίρνει αγκαζέ την κοπελιά και: Δυο φορές την εβδομάδα την πηγαίνει στη Γλυφάδα/ για να βρουν καλαμαράκι και μπαρμπούνι με μουστάκι. Η εκλεκτή ψαριά επετράπη εν τέλει. Ο κόσμος άκουγε τη μουσική, τραγουδούσε τη «Βαρβάρα», που γνώριζαν ακόμα και τα βρέφη, και η Κολούμπια έκανε χρυσές δουλειές. (Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment