Από τον ευρωσκεπτικισμό στον εθνικό λαϊκισμό
Συντάκτης: Δημήτρης Ψαρράς για την Εφημερίδα των Συντακτών
Ακόμα δεν έχει αναλάβει τα καθήκοντά του στον Λευκό Οίκο και ήδη ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ προκαλεί πολιτικές αναταράξεις που δεν περιορίζονται στο εσωτερικό της χώρας του. Ειδικά στην Ευρώπη η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αποτέλεσε αφορμή για θριαμβολογίες εκπροσώπων ποικίλων πολιτικών ρευμάτων: από τους παραδοσιακούς ευρωσκεπτικιστές έως τους πιο ακραίους εθνικιστές ή και εθνικοσοσιαλιστές. Και ανάμεσά τους ορισμένους γραφικούς που επιμένουν να αναφέρονται στην Αριστερά, νομίζοντας ότι μπορούν να συμβιβάσουν τα πανανθρώπινα προτάγματά της με τον αγοραίο ξενοφοβικό και μισαλλόδοξο λόγο του νέου πλανητάρχη.
Το πρώτο μήνυμα που έστειλε η εκλογή Τραμπ στην Ευρώπη ήταν και το πιο καθαρό.
Αφού αποδείχτηκε ότι ήταν δυνατόν να επικρατήσει ο «αντισυστημικός» εις βάρος του «κατεστημένου» στη μητρόπολη του Δυτικού Κόσμου, τότε υπάρχει το ενδεχόμενο να δουν παρόμοιους κυβερνήτες και οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Οι εκλογές στις ΗΠΑ αναπτέρωσαν τις ελπίδες των ακραίων πολιτικών σχηματισμών που έβλεπαν τα τελευταία χρόνια τις δυνάμεις τους να αυξάνονται, αλλά την κρίσιμη ώρα έβρισκαν απέναντί τους συσπειρωμένο το σύνολο των παραδοσιακών δυνάμεων, συντηρητικούς, χριστιανοδημοκράτες, φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι φρόντιζαν να δημιουργούν μια υγειονομική ζώνη γύρω από τον επαπειλούμενο κίνδυνο.
Βέβαια και στην Ευρώπη έφτασαν κόμματα αυτής της πολιτικής οικογένειας στην εξουσία τα τελευταία χρόνια.
Ομως ποτέ δεν έπαψε μέχρι σήμερα να αντιμετωπίζεται η παρουσία τους στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή ως εξαίρεση ή και ως σκάνδαλο.
Τα τρία κύματα
Οι θεωρητικοί μελετητές του σύγχρονου, δηλαδή του μεταπολεμικού, φασιστικού φαινομένου συγκλίνουν στη διάκριση τριών περιόδων εμφάνισης των σύγχρονων ακροδεξιών μορφωμάτων στην Ευρώπη.
Οι τρεις αυτές περίοδοι έχουν παρομοιαστεί με τρία κύματα:
◼ Στο πρώτο κύμα, που εμφανίστηκε αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάνει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, εξέχουσα θέση έχει το ιταλικό MSI, το οποίο αποτελεί ευθεία συνέχεια του μουσολινικού φασιστικού κόμματος και κατάφερε να μπει στη Βουλή ήδη από τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, το 1948.
Μ’ αυτό το κόμμα ξεκινά η χρήση του όρου «νεοφασισμός».
Στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν παρουσιάστηκαν αξιοπρόσεκτα αντίστοιχα κινήματα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘60, όταν άρχισε να έχει κάποιες επιτυχίες το γερμανικό NPD, χωρίς όμως να ξεπερνά το φράγμα του 5% και να μπει στην Bundestag.
Σ’ αυτό το πρώτο κύμα νεοφασιστικών μορφωμάτων στις χώρες που γνώρισαν φασιστικά καθεστώτα συσπειρώνονταν κυρίως οι νοσταλγοί ή οι άμεσοι συνεργάτες του φασισμού.
Από τότε όμως ήδη άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και ορισμένα κόμματα ή οργανώσεις (κυρίως στη Σκανδιναβία και την Ελβετία) που ενώ δεν ταυτίζονταν με τα νεοφασιστικά μορφώματα διέθεταν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε σήμερα ως ιδιότητες της σύγχρονης ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς.
◼ Το δεύτερο κύμα χρονικά τοποθετείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι τις αρχές του αιώνα μας.
Σ’ αυτή την περίοδο τον τόνο δίνει το γαλλικό Εθνικό Μέτωπο του Ζαν-Μαρί Λεπέν, το οποίο εισήγαγε ως κεντρικά στοιχεία της πολιτικής του παρέμβασης τη μετανάστευση και το ζήτημα της ασφάλειας.
Στην ίδια κατηγορία ανήκει το Κόμμα Ελευθερίας του Χάιντερ στην Αυστρία, το φλαμανδικό Vlaams Blok στο Βέλγιο (πλέον Vlaams Belang) και τα Κόμματα της Προόδου στη Δανία και τη Νορβηγία.
Σ’ αυτή τη δεύτερη φάση συρρικνώνεται ο ανοιχτά φασιστικός χαρακτήρας των κομμάτων στη Γερμανία και την Ιταλία.
Για την ακρίβεια στην Ιταλία το MSI μετασχηματίζεται σε ήπιο μεταφασιστικό κόμμα και μετονομάζεται σε Εθνική Συμμαχία, ενώ προς την Ακροδεξιά ρέπει περισσότερο η Λέγκα του Βορρά.
Η δεύτερη αυτή φάση των μεταπολεμικών ακροδεξιών σχηματισμών συνδέεται με εντυπωσιακή ανάπτυξη της απήχησης ορισμένων κομμάτων, με χαρακτηριστικότερες τις περιπτώσεις του Λεπέν και του Χάιντερ.
Η επιτυχία αυτή οδηγεί και στο σπάσιμο του συστήματος «υγειονομικής ζώνης» που είχε εφαρμοστεί από το πολιτικό σύστημα προκειμένου να απομονωθούν αυτά τα κόμματα.
◼ Ετσι φτάνουμε στους κομματικούς σχηματισμούς του λεγόμενου τρίτου κύματος, το οποίο συμπίπτει με την αρχή του νέου αιώνα.
Η διάρρηξη της υγειονομικής ζώνης επικυρώθηκε πανηγυρικά με την είσοδο στην κυβέρνηση της Αυστρίας του κόμματος του Χάιντερ το 2000.
Μπορεί το γεγονός να προκάλεσε διεθνή σάλο, ακόμα και επιβολή μέτρων από την Ευρωπαϊκή Eνωση, αλλά ο δρόμος προς την εξουσία αυτών των κομμάτων άνοιξε.
Τον επόμενο χρόνο ήταν η σειρά της Λέγκα του Βορρά να μπει μαζί με την Εθνική Συμμαχία του Φίνι στη δεύτερη κυβέρνηση Μπερλουσκόνι και το 2002 είδαμε στην Ολλανδία τη Λίστα του Πιμ Φόρτουιν να πλασάρεται ως εταίρος στο συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα.
Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το ελληνικό παράδοξο, η συμμετοχή δηλαδή του ακροδεξιού ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου το 2011, με τον ρόλο της «συγκολλητικής ύλης» (έκφραση του Γιώργου Καρατζαφέρη) μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ.
Μπορεί η σύμπραξη αυτή να απογοήτευσε τους πιο πιστούς οπαδούς του ΛΑΟΣ και να τους έστρεψε στη Χρυσή Αυγή, αλλά ταυτόχρονα διέρρηξε για πρώτη φορά το τείχος που περιέκλειε τον παραδοσιακό δικομματισμό και νομιμοποίησε με τον πιο επίσημο τρόπο τη συμμετοχή της Ακροδεξιάς στο πολιτικό παιχνίδι.
Από τον Τραμπ στον Πούτιν
Τώρα πια, μετά τη νίκη του Τραμπ και τις συνακόλουθες πολιτικές αναταράξεις σε όλο τον κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι ζούμε την κορύφωση αυτού του τρίτου κύματος.
Το βασικό χαρακτηριστικό της σημερινής συγκυρίας είναι ότι αυτά τα σχήματα, τα οποία επιβίωναν επί χρόνια ως μειοψηφικές κινήσεις διαμαρτυρίας και καταγγελίας, έχουν ήδη μεταβληθεί σε κόμματα εξουσίας και διεκδικούν ακόμα και την κυβερνητική αυτοδυναμία.
Το σοβαρότερο είναι ότι για πρώτη φορά παρουσιάζεται το ενδεχόμενο συνεργασίας μεταξύ τους, η δημιουργία δηλαδή ενός Αξονα νέου τύπου, το ενδεχόμενο να υπάρξει μια «μαύρη διεθνής», κάτι που σε προηγούμενες περιόδους επιχειρήθηκε στη Γαλλία από τον Ζαν-Μαρί Λεπέν (1994-1995, μέσω του δικτύου που ονομάστηκε Euronat από το European Nationalists, Ευρωπαίοι Εθνικιστές) και στη συνέχεια με λιγότερη επιτυχία στη Ρωσία από τον Βλάντιμιρ Ζιρινόφσκι (το 1996, μέσω της Patrintern, μιας υβριδικής Πατριωτικής Διεθνούς) και τώρα είναι για πρώτη φορά τόσο κοντά στην πραγματοποίησή του.
Η εκλογή Τραμπ και οι αντιδράσεις που προκάλεσε διεθνώς επιτάχυναν τις διαδικασίες σύγκλισης κομμάτων και οργανώσεων της εθνικιστικής Ακροδεξιάς και κυρίως νομιμοποίησε εκ των προτέρων κάθε σχετική προσπάθεια.
Δεν εννοώ φυσικά ότι θα ασχοληθεί ο Τραμπ άμεσα με τον κάθε τοπικό Μιχαλολιάκο, αλλά ότι κάτω από το πέπλο της νίκης Τραμπ επισπεύδονται διαδικασίες που μέχρι σήμερα σκόνταφταν στη διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας και στον ανταγωνισμό των ποικίλων εθνικισμών.
Το πιθανότερο είναι να αναδειχτούν σ’ αυτή τη διαδικασία τα πιο μεγάλα ακροδεξιά ευρωπαϊκά κόμματα και να συντονίζονται μέσω της κοινής αναφοράς στον Τραμπ, αποφεύγοντας τον σκόπελο μιας Διεθνούς που θα τους υπονόμευε στο μυαλό των οπαδών τους, από τη στιγμή που θα ερχόταν σε σύγκρουση με τα εθνικιστικά προτάγματα και κυρίως θα θύμιζε την τρισκατάρατη Ευρωπαϊκή Ενωση με άλλο πρόσημο.
Η επιλογή του Φάρατζ ως πρώτου Ευρωπαίου ηγέτη που συναντήθηκε με τον Τραμπ είναι νομίζω αρκετά ενδεικτική σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Αλλωστε το Brexit αποτέλεσε ένα είδος προαναγγελίας της επιτυχίας του Τραμπ.
Γνωρίζουμε βέβαια ότι υπόγειες διασυνδέσεις μεταξύ των σχημάτων της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς ήδη υπάρχουν.
Και μάλιστα ένας βασικός κόμβος αυτής της διασύνδεσης είναι η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Τώρα νομιμοποιείται κι αυτή η επιλογή μέσω της διακηρυγμένης πρόθεσης του Τραμπ να αναθεωρήσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Ρωσία.
Απ’ αυτή την άποψη καθόλου δεν αποθαρρύνουν την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά οι πρόσφατες αποκαλύψεις των αμερικανικών υπηρεσιών για τον ρωσικό δάκτυλο στις εκλογές των ΗΠΑ. Το αντίθετο, μάλιστα.
Μαρίν Λεπέν
Εξάλλου ήδη έχει δείξει τον δρόμο η Μαρίν Λεπέν. Οπως έχει αποκαλύψει ο γαλλικός ιστότοπος «Mediapart», η υποψήφια πρόεδρος της Γαλλίας κατέφυγε σε δανεισμό από ρωσικές τράπεζες του περιβάλλοντος Πούτιν προκειμένου να χρηματοδοτήσει την προεκλογική της εκστρατεία, αξιοποιώντας τη φιλορωσική στάση της στο ζήτημα της Κριμαίας.
Και η Λεπέν δεν είναι η μόνη. Στα μέσα του Δεκέμβρη οι εκπρόσωποι του αυστριακού Κόμματος Ελευθερίας, Χάιντς Κρίστιαν Στράχε και Νόρμπερτ Χόφερ (ο παρ’ ολίγον πρόεδρος της Αυστρίας), υπέγραψαν με το κόμμα του Πούτιν στη Μόσχα «σύμφωνο συνεργασίας».
Είχε προηγηθεί συνάντηση του Στράχε στη Νέα Υόρκη με τον Μάικλ Φλιν, τον οποίον προορίζει ο Τραμπ για σύμβουλο ασφαλείας του.
Η παρουσία του Τραμπ επηρεάζει ήδη τις επικείμενες εκλογές σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία.
Καταρχάς νομιμοποιεί τη ρατσιστική και εθνικιστική ρητορεία, η οποία είναι ποινικοποιημένη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Ποιο δικαστήριο μπορεί σήμερα να καταδικάσει κάποιον που απλώς αντιγράφει και μιμείται τον υπ’ αριθμόν ένα πολιτικό ηγέτη του πλανήτη;
Χαρακτηριστική για την αμηχανία των ευρωπαϊκών θεσμών η περίπτωση του επικεφαλής της ολλανδικής Ακροδεξιάς, Γκερτ Βίλντερς, ο οποίος καταδικάστηκε στις 9.12.2016 με την κατηγορία της «ρητορικής μίσους», αλλά δεν του επιβλήθηκε καμιά ποινή.
Από την άλλη πλευρά οι προβεβλημένοι ηγέτες της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς αρχίζουν να μιμούνται πιστά την πετυχημένη προεκλογική τακτική του Τραμπ.
Δεν σκοτίζονται για την κατάρτιση ολοκληρωμένων πολιτικών προγραμμάτων.
Αρκούνται στην προβολή του κάθε αρχηγού ως σωτήρα από παρθενογένεση και εκείνος με τη σειρά του αρκείται σε αποσπασματικές δηλώσεις εναντίον του «συστήματος», στέλνοντας απλώς τα κατάλληλα μηνύματα στο κοινό του.
Χαρακτηριστική η περίπτωση της Μαρίν Λεπέν, η οποία εξαφάνισε από την προεκλογική της εκστρατεία όχι μόνο το όνομα του κόμματός της, αλλά και το επίθετό της, για να μη θυμίζει τον ιδρυτή-πατέρα της, ενώ αρκείται να αναφέρεται στον ρόλο της Γαλλίας ως τρίτης παγκόσμιας δύναμης δίπλα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, υπονοώντας ότι τον έχει ήδη εξασφαλίσει χάρη στη σχέση της με Τραμπ και Πούτιν.
Ο Τραμπ στην Ελλάδα
Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας έγκειται στο γεγονός ότι ο εγχώριος ακροδεξιός φορέας είναι φανατικά ναζιστικός.
Βέβαια είναι γνωστό ότι η Χρυσή Αυγή έχει ιδιαίτερα καλές σχέσεις με το περιβάλλον του Βλαντίμιρ Πούτιν μέσω του εξέχοντος προεδρικού συμβούλου Αλεξάντερ Ντούγκιν, ενώ και με τον Τραμπ επιχειρεί να αποκτήσει σχέσεις μέσω κάποιων ακροδεξιών οργανωμένων υποστηρικτών του.
Ενας απ’ αυτούς, ο Μάθιου Χάιμπαχ (Matthew Heimbach) του «Traditionalist Youth Network», ο οποίος ήδη στις ΗΠΑ θεωρείται ότι μπορεί να είναι ο διάδοχος του Ντέιβιντ Ντιουκ, του περιβόητου ηγέτη της Κου Κλουξ Κλαν, επισκέφτηκε στις αρχές του 2016 τον Μιχαλολιάκο στη Βουλή.
Βέβαια η προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να εμφανιστεί ως ελληνικό παράρτημα του Τραμπ δεν είναι χωρίς εσωτερικά εμπόδια.
Ενώ κάποια στελέχη της -όπως ο ναζιστής «θεωρητικός» Γιώργος Μισιάκας, ο οποίος κυκλοφορεί με το ψευδώνυμο «Μάστορας» και είναι διορισμένος από τον Μιχαλολιάκο στη Βουλή- υμνούν τον Τραμπ, κάποια άλλα επιχειρούν να αποστασιοποιηθούν επιδεικτικά από τον πλανητάρχη.
Η εξήγηση είναι ότι η φανατικά αντισημιτική Χρυσή Αυγή δεν είναι δυνατόν να αποδεχτεί τους όρκους πίστης του Τραμπ στο Ισραήλ και τους ύμνους του στον Νετανιάχου.
Και βέβαια δεν τους αρκεί η συγκαλυμμένη αντισημιτική συνωμοσιολογία του Τραμπ, για την επικράτηση του οποίου έφτασε η ισραηλινή «Χααρέτς» να γράψει ότι «πρόκειται για τη μεγαλύτερη νίκη του αντισημιτισμού στην Αμερική από το 1941» (Μπράντλεϊ Μπέρστον, 10.11.2016).
Αντίθετα, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να προσαρμοστούν σ’ αυτή τη ρητορική άλλοι επίδοξοι καθοδηγητές της νέας «εθνικής Δεξιάς», όπως λ.χ. ορισμένοι αναλυτές της εφημερίδας «Δημοκρατία» που έχουν αναλάβει τη συστηματική προβολή των αρετών του Τραμπ και φροντίζουν να προβάλλουν ως μοντέλο για τη νέα Δεξιά που ευαγγελίζονται τη Μαρίν Λεπέν.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης το κρίσιμο δίλημμα που θέτει η άνοδος των ακροδεξιών μιμητών του Τραμπ είναι η στάση που θα κρατήσουν τα παραδοσιακά και κυρίως τα συντηρητικά κόμματα απέναντι στο φαινόμενο αυτό.
Μέχρι σήμερα κάθε φορά που εμφανιζόταν ακροδεξιά απειλή στον πολιτικό ορίζοντα, η εύκολη λύση για την παραδοσιακή Δεξιά ήταν να υιοθετεί αυτούσια κομμάτια της ξενόφοβης και εθνικιστικής ατζέντας, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται η ακροδεξιά ρητορική και να υπονομεύονται οι αρχές της δημοκρατίας και της ισονομίας.
Το είδαμε στην Ελλάδα στις παραμονές των εκλογών του 2012, το ζούμε σήμερα και στη Γαλλία, με την ανάδειξη ως αναχώματος στη Λεπέν του Φιγιόν, ο οποίος συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό τις αντιμεταναστευτικές της απόψεις καθώς και τη σκλήρυνση της πολιτικής ασφάλειας.
Πρόκειται βέβαια για τη λάθος συνταγή. Η εκούσια απεμπόληση του ευρωπαϊκού κεκτημένου στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές εγγυήσεις είναι η κερκόπορτα για την επικράτηση και στην Ευρώπη των πολιτικών φίλων του κ. Τραμπ.
No comments:
Post a Comment