Thursday, April 5, 2018

Εσείς, κύριε, πού βρήκατε τα λεφτά;


Πιτσιρίκος
Δεν είναι δική μου αυτή η απορία. Εμένα δεν με νοιάζει, πού μπορεί να βρήκε κάποιος τα λεφτά του. Η προβοκατόρικη ερώτηση του συμπαθούς δημοσιογράφου Δημήτρη Καμπουράκη, απευθύνεται στους φιλελεύθερους αναγνώστες του site που αρθρογραφεί. Και δεν θα καθόμουν να απαντήσω στον αγωνιώδη προβληματισμό του κύριου Καμπουράκη, τον οποίο εκτιμώ απεριόριστα, όπως και όλοι φαντάζομαι οι αναγνώστες του Πιτσιρίκου, αν στη σελίδα μου δεν εμφανιζόταν μια πληρωμένη διαφήμιση του Liberal, που μου πρότεινε να διαβάσω το άρθρο του. Προφανώς για να ανοίξουν τα μάτια μου.


Προσωπικά, για να πω την αλήθεια μου, δεν μπήκα ποτέ στη σελίδα του Liberal για να διαβάσω άρθρα του Μαυρίδη, του Πανούτσου και του Χειμωνά. Αν το είχα κάνει, μέσα από τα cookies τους, θα με είχαν φακελώσει σαν ένα εν δυνάμει αναγνώστη τους.

Είναι προφανές ότι, στην χορηγούμενη καμπάνια τους, θα έστειλαν το περί ου ο λόγος άρθρο στους ακόλουθους της σελίδας τους και στους φίλους των ακολούθων.

Δεν αποκλείεται κάποιος από τους φίλους μου να είναι ακροδεξιός ή και φασίστας, και έτσι να μπήκα, άθελα μου, στο κοινό επιλογής του Facebook.

Επίσης, αν και ψάχνω για πελάτες με λεφτά, δεν καταχώρησα ποτέ διαφήμιση της δουλειάς μου, ούτε στο Liberal ούτε και σε κανένα άλλο φιλελέδικο site.

Εντάξει, μπορεί πολιτικά να είμαι αντίθετος με τις απόψεις κομματικών sites, αλλά δεν εγκλημάτησαν κιόλας οι άνθρωποι με το να μου μοστράρουν την άποψη ενός συνεργάτη τους.

Στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτισμού που διακρίνει εμάς τους ευγενείς αριστερούς, και μιας και το Liberal μπήκε στη σελίδα μου προτείνοντας μου ένα κείμενο του εκλεκτού συνεργάτη του Δημήτρη Καμπουράκη, σκέφθηκα να λύσω την απορία του αρθρογράφου, γιατί οι πατριώτες μας απευθύνουν το ερώτημα του σε κάποιον, που δεν ήξερε προηγούμενα ούτε η ίδια του η μάνα και σήμερα φυσάει τον παρά.

Το ρεζουμέ του άρθρου είναι η καχυποψία που δείχνουν οι Έλληνες για τους συμπατριώτες τους, που κατάφεραν και έκαναν περιουσία, και η άρνησή τους να παραδεχθούν ότι κάποιος μπορεί να κάνει λεφτά επειδή είναι τσακάλι και δεν είναι κακομοίρης.

Να κάθεται, δηλαδή, και να κλαίει τη μοίρα του, αντί να στύψει το κεφάλι του για να βγάλει λεφτά.

Για να γίνει πιο πειστικός, ή και να μου ανοίξει την όρεξη να διαβάσω αυτά που ήθελε να πει, ο Δημήτρης ξεκινάει το κείμενό του με μια βιωματική του εμπειρία:

«Γνώρισα κάποτε έναν τύπο που, αν και ήταν καταφανώς φαιδρή και αλλοπρόσαλλη προσωπικότητα, είχε βγάλει πολλά λεφτά στην ζωή του».

Καταρχάς, το ότι γνώρισε ένα φαιδρό τύπο, δεν μου κάνει καμία εντύπωση. Θα μου έκανε εντύπωση, αν, από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα που πέρασε, γνώρισε κάποιον που να μην ήταν φαιδρός.

Το ότι, όμως, ήταν φαιδρός ο γνωστός του, δεν σημαίνει ότι είναι και λαμόγιο.

«Όχι με κομπίνες» μας λέει στη συνέχεια -αυτό έλειπε, ένας έντιμος δημοσιογράφος σαν τον Δημήτρη να γνώριζε κομπιναδόρους- «αλλά με πολλές και απανωτές δουλειές που όλες του ‘βγαίναν. Πέτρα έπιανε ο άτιμος, χρυσάφι γινόταν».

Τους θαυμάζω κάτι τέτοιους ανθρώπους. Και ήταν λάθος του Δημήτρη που δεν κουβάλησε πέτρες στο Mega, ώστε να του πει, ο φαιδρός αυτός τύπος, πώς να τις πιάσει για να τις κάνει χρυσάφι.

Θα ξοφλούσε τα χρέη των προηγούμενων αφεντικών του, θα γινόταν καναλάρχης, και δεν θα ‘χε ανάγκη να κλαίγεται από το δελτίο, για το τι μπορεί να κάνει στα πενηνταπέντε του.

Για να σοβαρευτούμε, όμως, γιατί αυτά που γράφει ο Δημήτρης δεν είναι της πλάκας, ο κύριος Καμπουράκης, στο κατεβατό που αράδιασε στη σελίδα μου, αναφέρει τις συνέπειες του εθισμού των Ελλήνων που καλλιεργήθηκε -εννοείται επί ΣΥΡΙΖΑ- να δαιμονοποιούν την ικανότητα ενός ανθρώπου να βγάζει χρήματα.

Ο εθισμός αυτός, κατά τον αρθρογράφο, έχει σαν συνέπεια την εκδήλωση ενός κόμπλεξ απέναντι σε ανθρώπους ικανούς να δημιουργούν πλούτο.

Ο κύριος Καμπουράκης, στην επικεφαλίδα του άρθρου, δεν είναι ο ερωτών. Ο φουκαράς, που δαιμονοποιεί τους πλούσιους, είναι αυτός που ρωτάει.

Γιατί, αν ρωτούσε ο ίδιος, πώς μπορεί κάποιος να βγάλει χρήματα, θα του έλεγα να πάει να ρωτήσει τον συνάδελφό του τον Οικονομέα, αυτόν με τον οποίο κάνανε την πρωινή κατήχηση, να του πει εκείνος πού τα βρήκε.

Και αν ο Οικονομέας, με τον οποίο χωρίσανε τα τσανάκια τους, δεν του έδινε απάντηση, θα του πρότεινα να ανατρέξει στους συναδέλφους του, που με sites των πεντακοσίων αναγνωστών πήραν δεκάδες χιλιάδες ευρώ ο καθένας τους, από τις διαφημίσεις του ΚΕΕΛΠΝΟ.

Επειδή, όμως, ο κύριος Καμπουράκης δεν ρωτάει ό ίδιος, αλλά κάποιος τρίτος, και στο θράσος αυτού του τρίτου που θα τολμήσει να ρωτήσει έναν οποιονδήποτε λεφτά, πού βρήκε τα χρήματα και ζει άνετα, γράφει μια ολόκληρη ιδεολογική ανάλυση, χωρίς να δίνει απάντηση στο ερώτημα που βάζει, θα απαντήσω εγώ ο ίδιος.

Για λογαριασμό του λεφτά, που τον ρωτάει ένας κομπλεξικός αριστερός.

Τι θα έλεγα στον αναιδή αριστερό; Να σας πω τι θα του έλεγα:

-Πώς έβγαλα λεφτά; Εγώ που ξεκίνησα από μια μικρή βιοτεχνία;

Ε να, έστηνα την μία εταιρία πίσω από την άλλη. H μία έκοβε στην άλλη εικονικά τιμολόγια. Ο τζίρος ανέβαινε σαν αλβανική πυραμίδα. Με βάλανε στο Χρηματιστήριο την καλή εποχή, πήρα λεφτά από βλάκες και με τα λεφτά άρχισα να εξαγοράζω ψοφίμια ή ετοιμοθάνατες επιχειρήσεις. Έφτιαξα όμιλο εταιρειών, ο όμιλος μπήκε και αυτός στο Χρηματιστήριο, έκανε συνεχείς αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και οι μετοχές μου ανέβαιναν σαν τρελές.

Πώς ανέβαιναν;

Να, ένας Πρωθυπουργός, κάποιος Σημίτης, και ένας σήμερα καταδικασμένος υπουργός Οικονομικών, για να ξαναβγεί η κυβέρνησή τους στις εκλογές, κάνανε τα παπαγαλάκια μας. Στο πανηγύρι που γινότανε εκείνη την εποχή στη Σοφοκλέους, πούλησα μετοχές σε ηλίθιους και μάζεψα τόσα χρήματα, που με τα χρήματα εξαγόρασα μια πεθαμένη τράπεζα.

Η τράπεζα, που είχα πιά στα χέρια μου, χρηματοδοτούσε τις παναμέζικες offshore μου και οι παναμέζικες εξαγόραζαν τις ατομικές εταιρείες μου.

Με τα λεφτά που είχα από τις εξαγορές, αγόραζα μετοχές της δικής μου τράπεζας, για να ανέβει η αξία των μετοχών της.

Τις παλιές μου εταιρείες, που τώρα ανήκαν στις παναμέζικες offshore τις δάνειζε άλλη τράπεζα, και τον διοικητή της τράπεζας που δάνειζε τις εταιρείες μου, τον δάνειζε η νέα δική μου τράπεζα.

Για να αγοράσει και αυτός την τράπεζα στην οποία ήταν διοικητής της.

Το ξέρω, μπερδεύτηκες.

Γιατί λεφτά δεν βάζαμε, και λεφτά βγάζαμε.

Μήπως νομίζεις η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είχε μπερδευτεί;

Πού να βρει άκρη μέσα σε όλο αυτό το αλισβερίσι;

Όταν οι μετοχές φτάσανε στα ύψη βάλαμε στο κόλπο και την Εκκλησία.

Δανείσαμε την Εκκλησία, να αγοράσει μετοχές της τράπεζάς μας, και τις μετοχές της Εκκλησίας τις βάζαμε ενέχυρο για να πάρει νέα δάνεια η Εκκλησία, και να αγοράσει ακίνητα που θα τα νοίκιαζε στο Δημόσιο.

Τα ακίνητα που έπαιρνε η Εκκλησία τα έκανε, με τη σειρά της, ανταλλαγή με ακίνητα που ήταν ιδιοκτησίας μοναστηριακών μονών.

Οι μοναστηριακές μονές είχαν και αυτές τα δικά τους ακίνητα. Τα είχαν πάρει από το Δημόσιο, δίνοντας τους αποξηραμένες λίμνες και βαλτότοπους.

Εκείνη την εποχή, είχαμε μπλεχτεί τόσο πολύ που δεν ξεχωρίζαμε ποιος ήταν μέτοχος ποιανού.

Εμείς είχαμε την Εκκλησία μέτοχο και η Εκκλησία είχε εμάς μετόχους.

Όλος ο κόσμος μιλούσε για το επιχειρηματικό μου δαιμόνιο.

Με βράβευσε, σαν επιχειρηματία της χρονιάς, επιχειρηματίας-εκδότης που έριξε την δική του εταιρεία έξω.

Δυο Πατριαρχεία με ανακήρυξαν εθνικό ευεργέτη.

Το λάθος μου ξέρεις ποιο ήταν;

Ότι πήγα να αγοράσω από Αμερικάνους στο ένα τρίτο της τιμής την ίδια εταιρεία που τους είχα πουλήσει πριν δύο χρόνια.

Τα πήραν οι Αμερικάνοι -αυτοί δεν αστειεύονται με τέτοια κόλπα- και έβαλαν το FBI.

Να ξέρεις κάτι. Όταν το FBI μπαίνει σε υποθέσεις απάτης, δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις καθαρός.

Αποτέλεσμα;

Αναγκάστηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, που ήταν εξαφανισμένη όλα τα προηγούμενα χρόνια να ελέγξει την Τράπεζά μου. Χρεοκόπησε η Τράπεζα, μπήκα στον Κορυδαλλό για κανένα χρόνο, και στο χρόνο πάνω αποφυλακίστηκα με περιοριστικούς όρους.

Ξέρεις ποιο είναι το παράπονό μου; Εμένα που έριξα μια τράπεζα έξω, με πιάσανε.

Αυτούς που έριξαν μια ολόκληρη χώρα έξω, γιατί δεν τους πιάνουν;

-Τα λεφτά τα έφτιαξα μέσα από την δουλειά μου. Ήμουνα σύζυγος Διοικητή τραπέζης, που έβαζε ψοφίμια στη Σοφοκλέους και αναλάμβανα να φτιάχνω τα ενημερωτικά έντυπα, για να πείθω αφελείς να ποντάρουν τις αποταμιεύσεις τους.

Και όταν αργότερα ο σύζυγος μου έγινε Υπουργός Οικονομικών και κανόνιζε τις πληρωμές φαρμακευτικών εταιρειών, εγώ αναλάμβανα να τους διοργανώνω συνέδρια και να βάζω τον άντρα μου αβανταδόρο-ομιλητή. Όλες μου οι συναλλαγές ήταν νόμιμες και απορώ για την ερώτησή σας.

-Και εγώ από την δουλειά μου, τα έφτιαξα. Μπορεί να ήμουνα κόρη Υπουργού από οικογένεια με πολιτική παράδοση, αλλά έφτιαξα μια εταιρεία που κάνει εράνους για ιδρύματα.

Ιδρύματα σοβαρά, που είχαν στην κυριότητά τους νοσοκομεία.

Ο διοικητής του Ιδρύματος -είναι στη φυλακή σήμερα ο κακομοίρης- έριξε το νοσοκομείο τελείως έξω.

Γιατί; Προφανώς από κακοδιαχείριση.

Α ναι, δεν έπαιρνε νοσήλια από τους πολιτικούς και φίλους ψηφοφόρους ή γνωστούς των πολιτικών του κόμματος της μητέρας μου.

Το νοσοκομείο φορτώθηκε με δάνεια από μια τράπεζα, που στο διοικητή της έχει σήμερα ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά αυτό εμένα δεν με αφορά.

Με δάνεια, χωρίς έσοδα και απλήρωτους τους εργαζόμενούς του, δεν ήθελε και πολύ το νοσοκομείο να υποθηκευτεί και να βγει στο σφυρί.

Ποιος αγόρασε το νοσοκομείο; Η ίδια η τράπεζα που το χρηματοδοτούσε, μέσω μιας θυγατρικής της real estate.

Το αγόρασε κοψοχρονιά.

Κανείς δεν πήρε χαμπάρι, γιατί το ΔΣ του νοσοκομείου ήταν άνθρωποι διορισμένοι από συνάδελφο της μητέρας μου υπουργό.

Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, αλλά το νοσοκομείο που χτίστηκε με δωρεές και συντηρείται με εράνους έπρεπε να περάσει σε ιδιώτες για να εξυγιανθεί.

Οι έρανοι, ξέρετε, δεν είναι εύκολη δουλειά. Για να συντονίσεις άμισθους εθελοντές και αστυνόμους, που κτυπάνε τις πόρτες και ζητιανεύουν, θέλει οργάνωση.

Η εταιρεία μου προσφέρει το Management του εράνου και αμείβεται με ποσοστά επί του τζίρου.

Όλες οι δουλειές μας γίνονται με συμφωνητικά και αποδίδουμε έγκαιρα τους φόρους μας.

Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί ρωτάτε εμένα και δεν ρωτάτε τις ξεβράκωτες του ΣΥΡΙΖΑ, που έπιασαν όλα τα πόστα.

-Τα λεφτά μου, ρε μ@λάκα, τα έφτιαξα με το μουvί μου. Πώς νομίζεις, ότι έγινα τηλεπαρουσιάστρια, όταν δεν μπορούσα να πω μια πρόταση; Από γλάστρα σε τηλεπαιχνίδια ξεκίνησα. Για να πάρω εκπομπή με γ@μησε ο κάθε μαλάκας Διευθυντής Προγράμματος και ο κάθε σιχαμένος Καναλάρχης.

Πήρα την εκπομπή και νομίζεις ότι ησύχασα; Κάνεις λάθος. Τότε ήταν που δούλεψα πιο σκληρά.

Όχι, ρε, τι ρεπορτάζ, ειδήσεις και μ@λακίες; Μαύρη διαφήμιση κάναμε. Στα πλατό μου, κάνανε πιάτσα γυμνάστριες, ζιγκολό, μάγειροι και χαρτορίχτρες που δεν τους έδινα μία.

Γιατί; Γιατί τους έδινα δωρεάν προβολή για να πάρουν τις δικές τους δουλειές.

Αλλά με μία συμφωνία. Όλες οι δουλειές τους να περνάνε μέσα από μια βουλγάρικη ΕΠΕ.

Οι πελάτες ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν και διαφημίσεις στο κανάλι. Έτσι τζάμπα έβγαζα στη πασαρέλα τα ρούχα της κάθε κουρελούς;

Από την δουλειά μου, ζούνε οικογένειες και οικογένειες.

Και έχει και ρίσκο η δουλειά μας.

Μια συνάδελφο μου, που είχε ανάλογη εκπομπή σε περιθωριακό κανάλι, την πιάσανε με την κατηγορία της μαστρoπείας.

Εγώ, δεν κάνω τέτοια πράγματα. Τα πρακτορεία μοντέλων που συνεργάζομαι είναι ένα και ένα.

Το πολύ-πολύ, τα κορίτσια που μας φέρνουν για επίδειξη ρούχων να τα καλέσουν οι πελάτες για κανένα weekend στη Μύκονο. Το κέφι τους πάνε και κάνουνε τα κορίτσια, δεν είναι πουτάvες.

-Εγώ, χρήματα έβγαλα από την ικανότητά μου να βρίσκομαι δίπλα στους σωστούς ανθρώπους. Και στο σωστό Κόμμα, όταν ήταν στα πάνω του. Ναι, τα χρήματα που βλέπεις στην ετήσια δήλωση του πόθεν έσχες που υποβάλλουμε, και απορείς πώς μια κοπέλα στα τριανταπέντε της είχε καταθέσεις πεντακόσια χιλιάρικα, χωρίς στην προηγούμενη της ζωή να έχει δουλέψει, τα κέρδισα από την δουλειά μου.

Για να με γνωρίσει ο κόσμος ξεκίνησα την πολιτική μου καριέρα σαν δημοτικός σύμβουλος, αλλά, στην ουσία, αντί να ασχολούμαι με τα σκουπίδια του Δήμου, ασχολήθηκα με τα σκουπίδια του κόμματος.

Ήμουνα η παραδουλεύτρα του πολιτικού μου προστάτη. Έκανα πρόθυμα όλες τις κομματικές δουλειές.

Ήμουν αυτή που καθάρισα από την περιφέρεια μας τον μεγάλο εσωκομματικό αντίπαλό του.

Μόλις τον καθάρισα, ο άνθρωπός μου, που έλυνε και έδενε μέσα στο κόμμα, με πρότεινε για τη Βουλή.

Ήταν το πρώτο μου μεγάλο βήμα.

Μη νομίζεις ότι βγήκα εύκολα. Έτρεχα από γκαλά σε γκαλά και από κοπή πίτας σε κοπή πίτας. Από την σελίδα μου στο Facebook απαντούσα στη μ@λακία του κάθε μ@λάκα. Εκεί έτρωγα τη μισή μου μέρα.

Για να γίνω πιο γνωστή, ο πολιτικός μου μέντορας κανόνιζε με τους καναλάρχες που τον έσπρωχναν για την αρχηγία του κόμματος, να βγαίνω στις περισσότερες πολιτικές εκπομπές.

Οι τηλεθεατές βλέπανε μια όμορφη κοπέλα και δεν πρόσεχαν τι βλακείες έλεγα.

Με τα πολλά, βγήκα στη Βουλή και πήρα τα πρώτα μου λεφτά.

Τα λεφτά από το βουλευτιλίκι, αν θες να μάθεις, δεν φτάνουν ούτε για τις τσάντες μου.

Λεφτά, καλά για την εποχή τους, έβγαλα όταν άρχισα να διαβάζω μέσα από το χαρτί τις ειδήσεις, που μου έδιναν, σε ένα καταχρεωμένο κανάλι.

Όχι, δεν ήμουνα δημοσιογράφος και ούτε είχα τον τηλεοπτικό αέρα της Στάη ή της Τρέμη.

Ένα εργαστήρι ελευθέρων σπουδών τέλειωσα, αλλά, αν είσαι εμφανίσιμη, τι να την κάνεις την μόρφωση;

Στεναχωρήθηκα, μωρέ, που έκλεισε το κανάλι.

Τους είμαι ευγνώμων, πάντως, γιατί με κάνανε γνωστή σε όλους. Είχα γίνει μια νέα Μιλένα Αποστολάκη.

Όποια ανοησία και να έλεγα, είτε στην Ελλάδα είτε στην Ευρώπη, το κανάλι την έπαιζε αμέσως.

Και την προσωπική ζωή μου την προφύλαξα. Δεν άλλαζα τους γκόμενους τον ένα πίσω από τον άλλον, δεν παντρεύτηκα και χώρισα, και αν εξαιρέσεις μια άτυχη σχέση μου με ένα απατεώνα που έφαγε πολλά εκατομμύρια από το Δημόσιο, δεν άφησα να κυκλοφορούν πίσω από την πλάτη μου κουτσομπολιά.

Για να μην πολυλογούμε, για να φτάσω σήμερα εκεί που έφτασα, έλεγα του κόσμου τις σαχλαμάρες στη Βουλή.

Το μυαλό μου, ορισμένες φορές, δεν επικοινωνούσε με την γλώσσα μου.

Για να προκαλέσω το ενδιαφέρον τού κόσμου, έφτασα να πω ότι τον παππού μου τον σκότωσαν αντάρτες στην Κατοχή και μετά θυμήθηκα ότι ο παππούς μου γεννήθηκε μετά την Κατοχή.

Στην πραγματικότητα, μια σαχλογκόμενα ήμουνα.

Αλλά μη νομίζεις ότι και οι άλλες είναι καλύτερες από εμένα.

Άλλη μπήκε στην Βουλή, γιατί δήλωνε στα εικοσιπέντε της σαν επάγγελμα την φιλανθρωπική δράση, άλλη κοντεύει τα εξήντα και κάνει ακόμη τάματα για να βρει άντρα και άλλη τσιρίζει για τα κωλόχαρτα που δεν έχει η Βενεζουέλα.

Στο κάτω- κάτω, παρέμεινα και πιστή στο κόμμα που με ανέδειξε. Δεν το εγκατέλειψα, ούτε όταν πάτωσε.

Άλλες, να μη λέμε ονόματα, αλλάζουν τα κόμματα σαν τα φορέματά τους.

Συγγνώμη, πρέπει να σας αφήσω.

Οι followers μου -έχω πάνω από πέντε χιλιάδες- άρχισαν να σχολιάζουν την ανάρτησή μου με την πρόταση για την δημιουργία μιας νέας ομάδας δράσης για την σίτιση ανθρώπων που υποφέρουν από την κρίση στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ.

-Απορείς πώς έβγαλα τα λεφτά μου και με ρωτάς με τι κεφάλαια ξεκίνησα; Με μηδέν προσωπικό κεφάλαιο ξεκίνησα. Δεν έβαλα ούτε ένα ευρώ δικό μου. Διορατικός ήμουν και άρπαξα την ευκαιρία που μου έδινε ο Νόμος να φτιάξω μια από τις πρώτες ηλεκτρικές εταιρείες. Όχι, δεν κάναμε παραγωγή ρεύματος. Δεν είχαμε ούτε εργοστάσια, ούτε ανεμογεννήτριες. Διαμεσολάβηση σε πωλήσεις κάναμε. Για να δικαιολογήσει η ΔΕΗ στους ξένους ότι δεν είναι μονοπώλιο. Μας είχανε φορτώσει και την είσπραξη φόρων του Δημοσίου. Μπορεί να οφείλεται σε κάποια διαχειριστική αμέλεια το ότι δεν αποδώσαμε φόρους, τέλη και ΦΠΑ.

Ναι, μπήκα και φυλακή. Αλλά αποφυλακίστηκα στους 8 μήνες με δικαστικό βούλευμα.

Στην δίκη που έγινε, μου ρίξανε δέκα χρόνια φυλακή με αναστολή.

Ο δικηγόρος μου, βουλευτής και πρώην Υπουργός, κατάφερε να πείσει στο Δικαστήριο ότι δεν έκανα ξέπλυμα μαύρου χρήματος.

Η Ferrari, τα πάρτι στη Μύκονο και τα λουλούδια στο Ρέμο, δεν έπεισαν τους δικαστές.

Με καταδικάσανε για απλή υπεξαίρεση και συνέργεια, γιατί, όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο της εταιρείας, η εταιρεία δεν ανήκε σε εμένα αλλά σε ένα αραβορώσικο fund.

-Με την δημοσιογραφική μου δουλειά τα έβγαλα. Θέλει και ρώτημα; Αλλά δεν κόλλησα στο γραφείο μου να τρώω την μέρα μου για να ψάχνω ένα θέμα. Έγραφα άρπα κόλλα ένα κείμενο και, μετά, σε συνεννόηση με τον Διευθυντή μου, φρόντιζα το δελτίο τύπου της εταιρείας που έκανε διαφημίσεις στην εφημερίδα μου.

Αν μου περίσσευε χρόνος, έγραφα και σε siteς άρθρα για την προώθηση νέων προιόντων.

Και μην φανταστείς ότι έκανα τίποτα πολλά λεφτά. Ο συνάδελφος μου, ο Παύλος Τσίμας -είναι και αυτός αριστερός σαν εσένα- που αρθρογραφούσε στα ΝΕΑ, μιλούσε στο ραδιόφωνο και έβγαινε σε νυχτερινή εκπομπή στην τηλεόραση, μετά βίας και είχε μαζέψει τις τρεις επόμενες δόσεις του στεγαστικού δανείου του.

Και για να δει την αγαπημένη του Εθνική ομάδα, τα έξοδα του ταξιδιού του του τα έκανε ο καταζητούμενος Χριστοφοράκος, ο γιος ενός κατοχικού δωσίλογου.

-Εμένα, μη με ρωτάς σήμερα. Να με ρωτούσες πέντε χρόνια πριν. Τότε που είχα πάρει λεφτά από τις τράπεζες και έβγαζα lifestyle περιοδικά. Ένας επαρχιώτης ήμουνα, αλλά μου άρεσε η καλή ζωή. Ηθελα να αλλάξω την ζωή των Ελλήνων. Εγώ τους έπεισα να δανείζονται για να αγοράζουν άχρηστα πράγματα, από μαγαζιά που έβαζαν διαφημίσεις στα περιοδικά μου.

Από το ραδιοφωνικό μου σταθμό πλάσαρα τα πιο in club της παραλιακής και έδινα συμβουλές πώς να εντυπωσιάζεις μια γκόμενα, ξοδεύοντας χρήματα που έχεις πάρει από δάνεια.

Ήμουνα έξυπνος. Με γουστάρανε στις παρέες, γιατί τους διασκέδαζα με τις ατάκες μου. Και είχα και ένα όραμα: Να κάνω την κάθε πουτάvα μοντέλα και την κάθε μοντέλα πουτάvα.

Τα κατάφερα. Γέμισα τη Μύκονο με μοντέλες.

-Α, σας παρακαλώ, εμένα μη με ρωτάτε τέτοια πράγματα. Ανήκω στο old money. Εγώ βρήκα ακίνητα, πίνακες και μετοχές από τους γονείς μου. Αυτά αξιοποιώ και ζω με την άνεση, για την οποία εσείς απορείτε πού βρίσκω χρήματα, χωρίς να έχω δουλέψει ούτε μία μέρα.

Οι γονείς και οι παππούδες μου ανήκαν στους Πατριάρχες της Ελληνικής Βιομηχανίας. Αξιοποίησαν τα δάνεια από το σχέδιο Marshall και έκτισαν εργοστάσια.

Τα χρήματα που κερδίσαμε δεν τα φάγαμε ούτε στα μπουζούκια, ούτε στα σκάφη.

Και να τα φάγανε ορισμένοι, δεν υπήρχαν τότε οι κωλοφυλλάδες να μας κάνουν ρόμπα.

Ένας Χατζηφωτίου μόνο υπήρχε, και αυτός μόνο καλά λόγια είχε να γράψει για μας.

Τα μερίσματα από τα κέρδη μας τα επενδύσαμε σε άλλους τομείς. Ναι, τα βγάλαμε στην Ελβετία. Ήταν δική μας επιλογή. Κανείς δεν μας υποχρέωσε να εκσυγχρονιστούμε.

Ήρθατε εσείς οι σοσιαλιστές το ’81 και θέλατε να τα κοινωνικοποιήσετε.

Τα πήρατε και ησυχάσαμε.

Και ύστερα, αυτοί που μείναμε, τι φταίμε αν μπήκαν στην αγορά οι Βούλγαροι και μας συνέφερε να πάμε τις επιχειρήσεις μας έξω ή να γίνουμε εμπορικοί αντιπρόσωποι;

Στη νέα παγκοσμιοποιημένη οικονομία, γίναμε οι εισαγωγείς των προϊόντων που παλιότερα φτιάχναμε στα εργοστάσιά μας. Γιατί να πληρώνουμε ακριβούς Έλληνες εργάτες, όταν οι Κινέζοι δουλεύουν τζάμπα;

-Και εμένα, μη με ρωτάτε. Και εγώ από την διαχείριση της πατρικής μου περιουσίας ζω. Τι πότε έκαναν οι δικοί μου περιουσία; Τα χρόνια του μεγάλου πολέμου την έκαναν. Όταν οι άλλοι ξεπουλούσαν σπίτια για ένα τενεκέ λάδι, ο παππούς μου έκανε εμπόριο λαδιού και σταφίδων. Συναλλαγές έκανε μόνο με λίρες, όχι με κατοχικά δισεκατομμύρια. Όποιος δεν είχε λίρες, κοσμήματα ή πίνακες, έδινε στον παππού σπίτια ή οικόπεδα.

Στην Κατοχή τα ακίνητα δεν είχαν καμία αξία. Στην μεγάλη υποτίμηση που έκανε ο Μαρκεζίνης το ’53, διπλασιάσαμε τα χρήματα μας, εξαργυρώνοντας τις λίρες που είχαμε μαζέψει. Λίγα χρόνια αργότερα που ήρθε στα πράγματα ο Εθνάρχης, ο πατέρας μου, νέος τότε, χωρίς να έχει σπουδάσει τίποτα, έγινε εργολάβος οικοδομών. Η Αθήνα χρειαζόταν πολυκατοικίες, για να μαζέψει τον κόσμο που έφευγε από τις επαρχία και τα χωριά.

Έφευγαν, τότε, για να γλυτώσουν από τους χωροφύλακες.

Όσοι δεν βρίσκονταν στις εξορίες, δεν είχαν ακολουθήσει τους αντάρτες στις ανατολικές χώρες, ή δεν είχαν πάει μετανάστες στη Γερμανία, εγκατέλειπαν σταδιακά τα χωριά και τα χωράφια τους.

Ψάχνανε για δουλειά στην Αθήνα. Οι μισοί έγιναν θυρωροί και οι άλλοι μισοί περιπτεράδες.

Και σας κακοφαίνεται που η Αθήνα γέμισε με άθλιες πολυκατοικίες;

Ποιοι νομίζετε ότι έχτισαν την μεταπολεμική Αθήνα με αντιπαροχή; Ο Πικιώνης, ο Βαλσαμάκης και ο Κωνσταντινίδης;

Αγράμματοι εργολάβοι, σαν τον πατέρα μου, την έκτισαν.

Με μαγιά τα λεφτά που έβγαλαν οι δικοί τους στην Κατοχή.

Είμαι ο νόμιμος κληρονόμος τους σήμερα, και τα ακίνητα που νοικιάζω τα δηλώνω στην Εφορία.

Όχι, δεν γνωρίζω τις συνθήκες που γίνονταν οι εμπορικές πράξεις στην Κατοχή και δεν με ενδιαφέρει.

Εγώ, άλλωστε, ήμουνα αγέννητος τότε.

Και σας παρακαλώ πολύ, μην ξαναναφέρετε ότι ο παππούς μου ήταν μαυραγορίτης. Θα σας κάνω μήνυση για προσβολή μνήμης νεκρού.

-Φτωχόπαιδο ήμουνα, φίλε μου, όπως κι εσύ καλή ώρα τώρα. Οι γονείς μου με τα χίλια ζόρια με σπουδάσανε. Στα φοιτητικά μου χρόνια οργανώθηκα στην ΠΑΣΠ. Δίπλα σε μεγαλύτερο συμφοιτητή μου που ήταν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Δεν άφησα κολώνα για κολώνα χωρίς αφίσα. Με ένα κουβά αλευρόκολλα και μια βούρτσα ήμουνα όλη μέρα. Τα μαθήματα τα περνούσα με την δεύτερη ή με την τρίτη. Το δίπλωμά μου το πήρα με χίλια ζόρια.

Όχι, δεν ήμουνα καλός μηχανικός, αν με ρωτάς για καμία καινοτόμο τεχνολογία που προώθησα.

Είχα, όμως, πολιτικό ένστικτο και ήμουνα επικοινωνιακός.

Άρπαξα τις ευκαιρίες που μου έδωσε το ΠΑΣΟΚ.

Ο συμφοιτητής μου, αυτός που ήταν στην κατάληψη, έγινε γραμματέας σε Υπουργείο.

Μίλησε σε κομματικό δήμαρχο και μου έδωσαν τα πρώτα έργα.

Μικρά δημοτικά έργα, μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο. Με πλακοστρώσεις πεζοδρομίων και πλατείες άρχισα.

Αλλά είχα τσαγανό. Παζάρευα αναθεωρήσεις τιμών και πληρωνόμουνα στην ώρα μου.

Και τα βράδια πήγαινα στη κομματική οργάνωση των νέων μηχανικών.

Συμμετείχα στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, οργάνωνα μεταφορές οπαδών στην επαρχία, βοήθησα το κόμμα να ανέβει.

Μη θεωρείς ότι οι πολιτικοί είναι αχάριστοι. Μου έδωσαν στη συνέχεια και άλλα έργα. Πιο μεγάλα.

Συμμετείχα με νοικιασμένο εργοληπτικό πτυχίο σε στημένους διαγωνισμούς του Δημοσίου, μπήκα στην αρχή σε υπεργολαβίες και μετά σε μεγάλες εργολαβίες.


Πήρα νέους μηχανικούς, με συστάσεις από τις κλαδικές, οργάνωσα το γραφείο μου και αγόρασα μηχανήματα για νέα πιο μεγάλα έργα.

Show off με σκάφη και εξόδους σε νυχτερινά κέντρα δεν έκανα. Ένα ουισκάκι πίναμε με τους συντρόφους, άντε και καμία φτηνή πουτάvα να παίρναμε το πολύ-πολύ σε κανένα ξενοδοχείο στη Βικτώρια.

Μπήκα στο Χρηματιστήριο την εποχή που έμπαινες, αν είχες δύο μπουλντόζες και ένα φορτηγό.

Εκεί έβγαλα τα πρώτα πολύ καλά λεφτά.

Και το κόμμα το βοηθούσα, δεν το ξέχασα.

Έφτασα να χρηματοδοτώ τα προεκλογικά περίπτερα και να πληρώνω νοίκια για προεκλογικά γραφεία των πολιτευτών της περιφέρειάς μου.

Αυτό με βοήθησε να διορίσω μέχρι και δικό μου περιφερειάρχη.

Μετά πήρα ολυμπιακά έργα και έφτιαξα ανεξάρτητη εταιρεία real estate.

Στη κρίση του 2008, όπως όλες οι εταιρείες, φουντάραμε και εμείς.

Προσωπικά περιουσιακά στοιχεία δεν είχα πότε στο όνομά μου. Όλα στη γυναίκα μου.

Ξέρεις τι πήρανε οι τράπεζες; Τα αρxίδια μου πήρανε.

Σιγά μην έδινα πίσω λεφτά στο κάθε καθίκι που με παρακαλούσε να μου δώσει δάνειο.

Έτσι εύκολα βγαίνει το χρήμα; Δουλέψαμε σκληρά εκείνες τις εποχές. Αχ, να γυρίζανε τα όμορφα χρόνια πίσω.

-Μια αδίσταχτη πουτάvα ήμουνα. Εκμεταλλεύτηκα την ομορφιά μου. Βρήκα ένα μ@λάκα τριάντα χρόνια μεγαλύτερο μου με λεφτά, και τον παντρεύτηκα. Καθόλου δεν με νοιάζει πώς έβγαλε τα λεφτά του. Δε ‘πα να ήτανε και τοκογλύφος, εγώ ήμουνα καθαρή. Τον κληρονόμησα και βρήκα τα λεφτά. Έχασα τα καλύτερα μου χρόνια δίπλα σε ένα γέρο. Και χαλάλι το χαρτζιλίκι που δίνω στους νεαρούς, για να μου κρατάνε σήμερα συντροφιά. Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Με τα λεφτά του πρώην μου ζώ. Ικανοποιήθηκες; Ούτε η πρώτη είμαι, και δεν θα είμαι και η τελευταία.

-Από μικρός δούλεψα για να φτάσω εδώ που έφτασα. Από αφισοκολλητής νεολαίας ξεκίνησα και εγώ. Στα χρόνια τα φοιτητικά μου, όταν εσείς πηγαίνατε στις μεταμεσονύχτιες της ΕΛΛΗΣ και του ΤΡΙΑΝΟΝ, και βλέπατε Ταρκόφσκι και Ζαν Λυκ Γκοντάρ, εγώ με τους Κένταυρους και τους Rangers κυνηγούσα κομμουνιστές και αναρχικούς.

Τα πρωινά, στα αμφιθέατρα, έκανα θελήματα της κόρης του μεγάλου αρχηγού μας.

Έτσι εύκολα σε κάνουν Υπουργό;

Και εάν νομίζεις ότι με ένα μισθό Υπουργού μπορείς να φτάσεις να έχεις σκάφος και ακίνητα, σε γελάσανε.

Αναγκάστηκα να πάω σε τράπεζα, να πάρω με δανεικά της ίδιας της τράπεζας δικά της ακίνητα και να τα νοικιάσω σε αυτή που με δάνεισε μέσω μιας offshore.

Η γυναίκα μου, αντί να ξύνεται, οπώς κάνει πιθανόν η δικιά σου, έκανε συμβόλαια για δάση που αγόραζαν μοναστήρια και τα έκαναν στη συνέχεια οικόπεδα.

Μας κατηγορήσανε, αλλά αθωωθήκαμε.

Και ξέρετε γιατί;

Γιατί οι συναλλαγές μας ήταν νόμιμες. Και άρα, ηθικές.

-Λεφτά; Μη μας μιλάτε για χρήμα. Εμείς είμαστε διανοούμενοι, συγγραφείς, καλλιτέχνες. Με το συγγραφικό μας έργο, καταφέρνουμε και ζούμε με αξιοπρέπεια. Το χρήμα για εμάς είναι μέσον, δεν είναι σκοπός. Μη νομίζετε, ότι έχουμε και καμία περιουσία. Συνάδελφος μας, φιλόσοφος, για να μπορεί να ζει με άνεση και να γυρίζει από κανάλι σε κανάλι, κάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε Κυρίες των βορείων προαστίων. Για να εξασφαλίσουμε αυτό το μέσον, το χρήμα δηλαδή, έφτασαν να μας πούνε ότι είμαστε οι τζαμπατζήδες της πολιτικής και οι γυρολόγοι των κομμάτων. Μας είπαν γελωτοποιούς, καραγκιόζηδες, πουλημένους.

Αλλά κατάλαβαν το λάθος τους και στη συνέχεια, όταν υποστηρίξαμε με λύσσα αυτούς που θέλανε να υποστηρίξουμε, μας είπαν ότι είμαστε οι αριστεροί του Βολταίρου. Δηλαδή, οι έντιμοι αριστεροί. Οι ίδιοι, που λίγα χρόνια πριν μας έλεγαν γελοίους, μας πρόβαλαν μέσα από τις ίδιες τις σελίδες τους σαν τους νέους Hemingway.

Εμείς πηγαίναμε στα Public με βαριά καρδιά να πάρουμε τα βραβεία. Ξέραμε ότι εκεί μέσα οι υπάλληλοι δούλευαν δωδεκάωρα ορθοστασίας με μισθούς Βουλγαρίας, αλλά δε λέγαμε τίποτα για να μην σπείρουμε το ταξικό μίσος.

Κι αν κόπτεστε γιατί δεν είπαμε μία κουβέντα για τους άνεργους του ραδιοφωνικού σταθμού που έκλεισε, εκεί που πηγαίναμε εναλλάξ με τον Πάγκαλο, μια φορά την βδομάδα, ναι, δεν είπαμε ούτε μία λέξη. Γιατί εάν λέγαμε, έστω και μια κουβέντα, σήμερα δεν θα μας ακούγατε από άλλο ραδιοφωνικό σταθμό.

-Είμαι γιος παλιού πολιτικού και δικηγόρος. Χρειάζεται να δώσω και εξηγήσεις πού βρήκα τα λεφτά; Έφτιαξα δικηγορική εταιρεία και ανέλαβα εργολαβικά ανείσπρακτες οφειλές δημόσιων οργανισμών. Πήγαμε καλά και στη συνέχεια μας ανέθεσαν οι τράπεζες τα δικά τους ανείσπρακτά δάνεια. Προσλάβαμε δικηγόρους να τηλεφωνούν στους συγγενείς, τους φίλους και τους συνάδελφους των οφειλετών, για να τους ξεφτιλίσουμε που δεν είχαν να πληρώσουνε τα δάνεια που πήρανε. Όχι, κύριε, δεν απειλούμε κανένα δανειολήπτη. Εμείς δεν είμαστε νονοί της νύχτας.

-Τι πού βρήκα τα λεφτά; Με τη δουλειά μου τα έφτιαξα. Συνεργάστηκα με έναν ξεπεσμένο βιομήχανο που είχε παλιότερα εργοστάσιο με ζωοτροφές. Αυτός μειοδότησε σε ένα διαγωνισμό μιας εκκλησιαστικής ΜΚΟ, και αναλάβαμε να τους πουλήσουμε κοτόπουλα για συσσίτια αστέγων και απόρων.

Τι με νοιάζει εμένα, αν είχανε έλλειμμα δέκα εκατομμύρια ευρώ; Στο κάτω-κάτω, αλλάξανε όνομα και ΑΦΜ, και διορίσανε νέο ΔΣ.

Μη μου πείς ότι φταίω εγώ που τα μισά από τα μέλη του νέου ΔΣ μπήκαν και αυτά στη συνέχεια φυλακή.

Και αυτά που λένε, ότι τα κοτόπουλα ήταν ληγμένα, τα λένε οι ανταγωνιστές μας.

Νόμιζεις ότι είναι εύκολο να κάνεις δουλειά με παπάδες;

Εδώ αυτοί κατηγορούν ό ένας των άλλον για κακοδιαχείριση οίκων ευγηρίας και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, και δεν θα λέγανε για μας ότι τα πήραμε;

-Από την δουλειά μου τα έβγαλα τα λεφτά μου, ρε. Δεν βλέπεις το μαγαζί μου; Καθαριστήριο στην Πετρούπολη έχω, εδώ και είκοσι χρόνια. Όταν ήμουνα πιο νέος, τις Κυριακές, που το μαγαζί ήτανε κλειστό, έκανα τον διαιτητή σε αγώνες πρωταθλήματος. Δύσκολη δουλειά. Δυο φορές μου έκαψαν το μαγαζί. Με είπαν πουλημένο, με κατηγόρησαν για στημένα παιγνίδια και συμμετοχή σε παράνομο τζόγο. Στην Ευελπίδων πηγαινοερχόμουνα, αλλά τίποτα δεν βρήκαν να μου προσάψουν. Είχα δικηγόρο τζιμάνι. Αυτός είχε αθωώσει κλέφτες και εμπόρους ναρκωτικών. Και δεν θα αθώωνε εμένα; Η προσφορά μου στο ποδόσφαιρο αναγνωρίστηκε. Με έκαναν Πρόεδρο ένωσης αθλητικών σωματείων της Γ΄ Εθνικής. Σήμερα είμαι ποδοσφαιρικός παράγοντας. Λεφτά, ναι έβγαλα. Να ‘ναι καλά το καθαριστήριο στην Πετρούπολη. Έχω βάλει και συνεταίρο τον γαμπρό μου.

Να συνεχίσω να απαντάω για λογαριασμό αυτών που ο κύριος Καμπουράκης θαυμάζει σαν έξυπνους και καταφερτζήδες;

Καλύτερα να μην συνεχίσω.

Και απλά να διευκρινίσω, ότι δεν απάντησα για λογαριασμό προέδρων ποδοσφαιρικών ομάδων, γιατί για αυτούς το ερώτημα πού βρήκανε τα λεφτά έχει απαντηθεί από τα έντυπα, τα ραδιόφωνα και τα κανάλια που ελέγχονται από τους ίδιους τους προέδρους.

Ο ένας κατηγορεί τον άλλον και όλοι κατηγορούν όλους για εμπόριο ναρκωτικών, λαθρεμπόριο καυσίμων ή τσιγάρων και προστασία νυχτερινών κέντρων.

Από τις απαντήσεις που διαβάσατε, δεν είναι δύσκολο να καταλάβετε ποιος είναι ο κοινός παρονομαστής της μεθόδου συσσώρευσης πλούτου.

Είναι το σύστημα.

Δεν το λέω εγώ. Το λέει η μακαρίτισσα η Ρίτα Σακελλαρίου:

«Να ευλογάς το σύστημα και τα παράθυρά του
Όπου περνάς τις γνώμες σου
και ‘κανες τις κονόμες σου
με πλάτες φιλαράκια.
Έκανες την αρπαχτή σου και έχεις φτιάξει τη ζωή σου»

Η αρπαχτή, για την οποία κάνει μνεία το ομώνυμο τραγούδι, δεν σημαίνει και λαμογιά.

Μας το επιβεβαίωσε ο Δημήτρης για τον γνωστό του που τα κονόμησε χωρίς να είναι απατεώνας.

Μετά από όλα αυτά, σίγουρα θα αναρωτηθείτε:

«Μα ποιοι είναι, ρε πoύστη μου, αυτοί που βγάλανε λεφτά, και είναι αδίσταχτοι κλέφτες ή φοροφυγάδες;»

Την απάντηση, δεν θα σας την δώσω εγώ. Σας την έχουνε ήδη δώσει οι συνάδελφοι του κύριου Καμπουράκη.

Είναι οι καστανάδες, οι υδραυλικοί και οι ταβερνιάρηδες. Αυτοί είναι οι μεγάλοι φοροφυγάδες. Και εξαιτίας τους, την νύφη την πληρώνουμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι.

Ας τα αφήσουμε, όμως, αυτά.

Γιατί, άλλο είναι το θέμα που απασχολεί τον Δημήτρη.

Είναι γιατί οι άφραγκοι να αντιπαθούν τους λεφτάδες.

Προς τι η απέχθεια των μικρομεσαίων για κάποιους που τους είδαν ξαφνικά να τα ‘κονομάνε;

Ο κύριος Καμπουράκης θεωρεί ως βασική αιτία της ανάγωγης απορίας «Πού βρήκες τα λεφτά ρε;» το ταξικό μίσος που καλλιεργήθηκε τα τελευταία τρία χρόνια στην καταραμένη, όπως την χαρακτηρίζει, μεσαία τάξη και την συλλήβδην καταγγελία -είναι δική του η έκφραση και παρατίθεται με ποιητική άδεια, που λένε οι φιλόλογοι- του πολιτικού συστήματος ως «κλεπτοκρατικού».

Αυτό είναι. Οι Συριζαίοι, με τα ψέματα και την προπαγάνδα τους, μας έκαναν πλύση εγκεφάλου.

Και φτάσαμε σήμερα στο σημείο να καταγγέλλουμε τον Σημίτη, τον Παπαντωνίου και τον Στουρνάρα σαν εκφραστές του κλεπτοκρατικού συστήματος.

Τα πλαστά στοιχεία κρατικών υπηρεσιών και τα σημαδεμένα swaps της Goldman Sachs με τα οποία μπήκαμε στην ΟΝΕ, το ότι πήραμε αβέρτα δάνεια από ξένες τράπεζες και τα δώσαμε για υποβρύχια που γέρνουν, για άχρηστα ολυμπιακά έργα και για εμβόλια που μείνανε στις αποθήκες, δεν ήταν πράξεις κλεπτοκρατών. Ήταν πράξεις εθνικών ευεργετών.

Η είσοδος στο μνημόνιο με παραποιημένα στοιχεία, από έναν πρώην υπάλληλο της ιδίας της Goldman Sachs, η υπαγωγή του δημόσιου χρέους ενός ολόκληρου λαού σε δίκαιο ξένο από αυτό της πατρίδας του και το ξεπούλημα της χώρας για την διάσωση ξένων τραπεζών δεν έγιναν από μέλη συμμορίας κλεπτοκρατών.

Από πατριώτες έγιναν. Και μην το γελάτε.

Θα τα ακούσει ο Θέμος, ο οποίος δεν αλλάζει το όνομα της Μακεδονίας ούτε με χίλιες Novartis, και θα μας πει ότι το ταξικό μίσος μας έχει τυφλώσει τόσο πολύ, που δεν βλέπουμε τι αγώνα δίνουν ο Άνθιμος, ο Φραγκούλης και όλοι οι Χρυσαυγίτες για την πατρίδα.

Για να φουντώσει το ταξικό μίσος, που τόσο πολύ δείχνει να φοβάται ο αρθρογράφος, η ανέχεια, η μετανάστευση των νέων και η εξαθλίωση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων δεν έφθανε.

Έπρεπε να προσληφθεί σύμβουλος του Τσίπρα ο αιμοβόρος Καρανίκας, για να φορτώσει στις ψυχές των κατώτερων ανθρώπων αυτό το μίσος.

Και να πυροδοτήσει το ξεκίνημα μιας νέας πάλης των τάξεων.

Μέσα από το Facebook, μάλιστα. (Παρεμπιπτόντως, φίλη που τον έχει συναντήσει, μου είπε ότι είναι πολύ συμπαθής και καθόλου εριστικός.)

Κι αν απορείτε, γιατί υπουργοί αλλοίωναν λίστες φοροφυγάδων ή έκρυβαν στικάκια στα συρτάρια τους για να καθυστερήσουν οι έλεγχοι και να αθωωθούν από δικαστές, λόγω παραγραφής του αδικήματος, ξέρετε γιατί το έκαναν;

Για να μην καλλιεργήσουν το μίσος.

Αλλά το μίσος δεν το καλλιέργησαν μόνο οι Συριζαίοι.

Ήρθε, από πάνω, να ανακατευτεί και το FBI.

Να μας πει, στα ίσια, ότι δυο Πρωθυπουργοί και οκτώ πολιτικοί είναι μπλεγμένοι σε υποθέσεις μαύρου χρήματος και, έμμεσα, να επιβεβαιώσει τα περί κλεπτοκρατικού πολιτικού συστήματος.

Το ταξικό μίσος, κύριε Καμπουράκη, αυτό που δείχνει να σας φοβίζει, πριν καλλιεργηθεί, σπέρνεται.

Το ξέρω, εσείς δεν είχατε τους σπόρους. Τους σπόρους, άλλοι σας τους έδιναν. Μόνο που στο χωράφι της ελληνικής κοινωνίας, εσείς μπήκατε μέσα για να το σπείρετε.

Κανένας Τόμσον και καμία Βελκουλέσκου δεν τα έβαλε στα ίσια με τους φορτηγατζήδες και τους ταξιτζήδες. Ο εκλεκτός συνάδελφός σας, ο Μανώλης Καψής, πλακωνότανε τα βράδια στις 8 μαζί τους.

Ο αξιαγάπητος συνάδελφός σας, ο Πρετεντέρης, ήταν αυτός που τα έχωνε στους ταβερνιάρηδες.

Όχι, δεν τα έχωσε στον Βγενόπουλο, που έριξε μια χώρα -την Κύπρο- μια τράπεζα, μια ποδοσφαιρική ομάδα και πέντε -έξι επιχειρήσεις έξω.

Σε αυτόν έκανε αγιογραφίες ο άλλος εκλεκτός συνάδελφος σας, ο Νίκος Ευαγγελάτος.

Το μίσος, όχι το αρρωστημένο οπαδικό ποδοσφαιρικών ομάδων, κύριε Καμπουράκη, είναι η απενοχοποιημένη αντίδραση της κοινωνικής αδικίας.

Θα σας πρότεινα να δείτε την ομότιτλη ταινία του Ματιέ Κασοβίτς για να καταλάβετε τις κοινωνικές αιτίες που δημιουργούν το μίσος.

Και για να σας καθησυχάσω λίγο, η μαζική διασπορά φόβου και ενοχών, με τα οποία το σινάφι σας προσπάθησε συστηματικά να ντοπάρει την ελληνική κοινωνία, δεν προκάλεσε κανένα ταξικό μίσος.

Τηλεοπτικό μίσος προκάλεσε.

Μπορεί, στα πρώτα χρόνια των μνημονίων, ο κόσμος να αγνοούσε ότι η Ισλανδία έστειλε στη φυλακή τους τραπεζίτες της, επειδή εσείς, από τα κανάλια σας, δεν λέγατε κουβέντα.

Ίσως, αργότερα, να έγραφε στα αρxίδια του και τον Πάγκαλο, που φιλοξενούσατε, εσείς οι δημοσιογράφοι, κάθε βδομάδα από τα ραδιόφωνά σας, και έλεγε ότι όλοι μαζί τα φάγαμε.

Σίγουρα, ο κόσμος, θα γελούσε, όταν άκουγε τον συνταξιούχο πολιτικό, καταδότη του Οτσαλάν, να βρίζει τον Τσίπρα κωλόπαιδo και τσογλάνι, αλλά, κατά βάθος, περίμενε πότε θα ξεκουμπιστεί να φύγει, για να μπουν στα studio σας ο Ψαριανός και ο Τατσόπουλος.

Τα έξυπνα αστεία και την αργκό γλώσσα πρώην “αριστερών” που βρίζουν αριστερούς, όλοι τα περιμέναμε. Για να δούμε πού μπορεί να φτάσει η ξεφτίλα και η γελοιότητα ανθρώπων, που γυρίζουν από κόμμα σε κόμμα.

Και σαν να μην έφτανε η πρωινή παρέλαση από τα κανάλια σας ανθρώπων που, με πάθος μεγαλύτερο και από το δικό σας, υποστήριζαν κάθε νέο μέτρο λιτότητας, κάθε περικοπή δημοσίων δαπανών και κάθε καταπάτηση εργασιακών διακιωμάτων, μια Αντιγόνη Λυμπεράκη -που ξεκίνησε από την Δράση, πήγε στο ΠΟΤΑΜΙ και στις επόμενες εκλογές δεν αποκλείεται να μετακομίσει στον Κυριάκο- είχε την απορία γιατί να πάρουν οι χαμηλοσυνταξιούχοι επιδόματα, αφου δεν προσφέρουν τίποτα στην οικονομία, μας πλασάρατε και το βράδυ τον Έλληνα συνάδελφο του Paulo Coelho, τον Στέλιο Ράμφο.

Για να μας πει και αυτός, ότι για την κατάντια της χώρας μας δεν φταίνε οι πολιτικοί, αλλά η απληστία των πολιτών.

Αν και φορές-φορές, από μέσα τους, οι τηλεθεατές γαμωσταύριζαν όλους αυτούς τους απίθανους τύπους που βγάζατε στον αέρα, τα πράγματα ήταν ακόμη ελεγχόμενα.

Ξέρετε πότε τα πράγματα άρχισαν να γίνονται σκούρα;

Όταν όλος αυτός ο κόσμος, που παρακολουθούσε τις ειδήσεις των 7, των 8 ή των 9 -ανάλογα με τις ώρες που βάζατε κάθε φορά να παίξουν τα τούρκικα- είδε τα μαγαζιά του, στις γειτονιές, να κλείνουν και άκουγε τον συνάδελφό σας, τον Μπάμπη τον Παπαδημητρίου, να βγαίνει και να ζητάει εξηγήσεις, γιατί καθυστερούσε η αδειοδότηση για κάποιο νέο Mall.

Μας έλεγε ότι υπήρχε κίνδυνος να ακυρωθεί η επένδυση και να χαθούν πεντακόσιες νέες θέσεις εργασίας των τετρακοσίων ευρώ.

Δεν μας έλεγε πόσα μαγαζιά θα κλείσουν στις γύρω περιοχές και πόσες οικογένειες θα μείνουν χωρίς δουλειά.

Η αγανάκτηση των πρώτων χρόνων, κύριε Καμπουράκη, είχε πια μεταλλαχθεί σε αηδία.

Ε, όταν αρχίσατε και να λέτε ότι ένας Σόιμπλε μας χρειάζεται, όταν λιβανίζατε τον Παπαδήμο και τον Στουρνάρα, και όταν κρύβατε τα ονόματα από την λίστα Lagarde, τι νομίζετε, ήθελε πολύ η αηδία να γίνει τηλεοπτικό μίσος;

Το τηλεοπτικό μίσος, σε αντίθεση με το ταξικό, έχει μνήμη.

Δουλειά των κοινωνιολόγων είναι να εξηγήσουν γιατί μια κοινωνία, ενώ μπορεί να ξεχάσει τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει μια κρίση, δεν μπορεί να ξεχάσει τους ανθρώπους που προκάλεσαν την κρίση.

Την έλλειψη αγαθών, που δημιούργησε μια ολόκληρη γερμανική κατοχή, η μεταπολεμική γενιά την ξέχασε. Δεν ξέχασε τους δωσίλογους, τους καταδότες και τους μαυραγορίτες.

Η μνήμη του λαού είναι ίσως αυτό που φοβίζει τους ανθρώπους, οι οποίοι όλα αυτά τα τελευταία χρόνια υπηρέτησαν καταστάσεις κοινωνικής κατοχής.

Την περικοπή των συντάξεων η των επιδομάτων πρόνοιας μπορεί με τα χρόνια να τα ξεχάσεις.

Εκείνους που δεν θα ξεχάσεις είναι τον Πρετεντέρη, τον Χιώτη και τον Παπαχρήστο.

Δεν Θυμάμαι ποιος είπε «Όλοι αυτοί που στην ζωή μου περάσανε μπροστά από τα μάτια μου, χωρίς να θέλω να τους βλέπω, μου έρχεται να βάλω τα κλάματα και να τους πνίξω», αλλά είναι ευχής έργον που ο ελληνικός λαός, αντί να καθίσει να κλάψει, γελάει.

Γιατί εάν τον έπιαναν τα κλάματα, θα είχε εξαφανισθεί αυτό το είδος της γκεμπελικής δημοσιογραφίας.

Ο κύριος Καμπουράκης, όμως, έχει και άλλη απορία:

«Δεν υπάρχουν ικανοί, καταφερτζήδες, έξυπνοι, τυχεροί ή μορφωμένοι, που απολαμβάνουν το αποτέλεσμα των κόπων και των δεξιοτήτων τους; Υπάρχουν μόνο κλέφτες, απατεώνες και κομπιναδόροι που πλούτισαν κλέβοντας τα λεφτά των άλλων; Και όχι γενικώς των άλλων, αλλά ειδικώς των φτωχών και των καταφρονεμένων;».

Ναι, Κύριε Καμπουράκη, υπάρχουν. Και έξυπνοι και μορφωμένοι.

Αλλά ο απλός κόσμος δεν ρωτάει ούτε ένα επιτυχημένο επιστήμονα ούτε έναν καινοτόμο επιχειρηματία.

Ξέρετε ποιους ρωτάει; Τους καταφερτζήδες, τους απατεώνες και τους άχρηστους ρωτάει.

Αυτούς που πέρασαν από τα κανάλια σας και από κοινωνικά παράσιτα μεταμορφώθηκαν σε celebrities.

Ο κοσμάκης δεν ρωτάει ούτε ακόμη και έναν πλουσιοπάροχα αμειβόμενο αθλητή. Ρώτησε κανένας τον Αντετοκούνμπο, πού βρήκε τα λεφτά του;

Όχι, βέβαια. Για τη γυναίκα του Παπαντωνίου ρωτάνε.

Τους κάνει εντύπωση, πώς μια γραμματέας -παντρεμένη με ένα πρώην αλουμινά- κατάφερε να έχει στο λογαριασμό της στην Ελβετία ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες ευρώ.

Για το νέο αφεντικό των παλιών σας συναδέλφων του ΜEGA ρωτάνε.

Τους τρώει η περιέργεια να μάθουν, πού βρήκε πέντε εκατομμύρια και τα πήγε μέσα σε σακούλα για να τα καταθέσει στην Τράπεζα.

Για τον κάθε Κάντα -υπάλληλο ενός Υπουργείου- τον κάθε μεσάζοντα όπλων και τον κάθε άγνωστο που από το πουθενά βρέθηκε με χρήματα, ρωτάνε. Χρήματα, που ό κάθε επιστήμονας πρέπει να δουλέψει εκατό ζωές για να τα βγάλει.

Υπάρχουν και άλλοι πολλοί, για τους οποίους τρώει η περιέργεια τον κόσμο, να μάθει πως τα κονομήσανε.

Για τον μόνο που δεν ρωτάνε, πού βρήκε τρία εκατομμύρια και πήγε και πλήρωσε το πρόστιμό του, είναι για τον Παπασταύρου.

Το παιδί αυτό, είναι σαν τον τυπάκο που περιγράφεται στη εισαγωγή σας, που καταπιάνεται με απανωτές δουλειές. Και όλες, του βγαίνουν.

Μόνο που ο κύριος Παπασταύρου, σε αντίθεση με τον γνωστό σας, δεν είναι καθόλου φαιδρός. Φαιδροί είναι αυτοί που λένε ότι πρέπει να είχαμε δέκα Παπασταύρου. Για να μη μείνει ούτε ευρώ στη τσέπη μας.

Και όσο για την κοινωνική συνείδηση, που λέτε ότι έχει διαμορφωθεί- πάλι τα τελευταία χρόνια- και θεωρεί τον εύπορο όχι εν δυνάμει κεφαλαιούχο, αλλά κλέφτη που πρέπει να γυρίσει τα λεφτά και να τιμωρηθεί για την πράξη του, χρειαζόταν να έρθουν οι Συριζαίοι για να σπιλώσουν τους εύπορους;

Δεν έφταναν τα lifestyle περιοδικά του Λυμπέρη και του Κωστόπουλου, δύο χρεοκοπημένων σήμερα εκδοτών, που έδειχναν τον κάθε τυχάρπαστο επιχειρηματία να γλεντάει στην Μύκονο με τα εξαερωμένα από το Χρηματιστήριο λεφτά του κοσμάκη;

Οι εύποροι συμπολίτες μας, κύριε Καμπουράκη, ήταν αυτοί που παραπλανούσαν με την βοήθεια χρηματιστών, τραπεζιτών και πολιτικών τους αφελείς να πάνε και να σπρώξουν όλες τους τις οικονομίες στα σαπάκια της Σοφοκλέους. Δεν ήταν οι άποροι, που σήμερα στήνονται στην ουρά των δημοτικών συσσιτίων.

Τα αποθεματικά των Ταμείων, κύριε Καμπουράκη, δεν τα τζόγαραν σε χρηματιστηριακές πυραμίδες, ούτε οι κομπλεξικοί ούτε οι ανίκανοι. Τα έπαιξαν οι άριστοι των οικονομικών επιστημών, που εσείς θαυμάζετε για τις δεξιότητές τους.

Οι κουμπάροι πολιτικών, οι διοικητές οργανισμών και οι τραπεζίτες ήταν αυτοί που πόνταραν ξένα χρήματα σε στοιχήματα της Lehman Brothers. Ήταν τα golden boys με το εξαιρετικό ταλέντο τους να πιάνουν ευρώ και να τα κάνουν κωλόχαρτα. Τουλάχιστον, ο φαιδρός αυτός γνωστός σας έπιανε πέτρες και τις έκανε χρυσάφι.

Κύριε Καμπουράκη, μπορεί κάθε πρωί να λέτε εξυπνάδες από το ραδιόφωνο και να κάνετε χωρατά που αρέσουν σε νοικοκυρές και συνταξιούχους, αλλά, κατά βάθος, δεν είσαστε και πολύ έξυπνος.

Και θα σας πω, γιατί. Γιατί δεν πήρατε το μάθημά σας από το ΜΕGA. Εξακολουθείτε να υποστηρίζετε μια σάπια κοινωνική πλευρά.

Δεν είδατε πόσο έξυπνα η παλιά σας συνάδελφος, η Όλγα Τρέμη, αποσύρθηκε από την πιάτσα; Σε λίγα χρόνια κανείς δεν θα ασχολείται μαζί της. Θα μπορεί άφοβα να παίζει στα γεράματά της μπιρίμπα, στα ξενοδοχεία των φίλων της. Στη Κω και την Ρόδο.

Εντάξει, το καταλαβαίνω, μπορεί να έχετε ανάγκη για δουλειά, και στην ανάγκη πάνω, να γράφετε με λύσσα ό,τι σας κατέβει, προκειμένου να υποστηρίξετε έναν ακροδεξιό φιλελευθερισμό.

Αλλά την απέχθεια της κοινωνίας, για όλα αυτά τα τομάρια που την εξαθλίωσαν, δεν την έχετε ακόμη αντιληφθεί;

Αλήθεια, ρωτάω εσάς τους αναγνώστες, τι μπορεί να είναι εκείνο που κάνει ένα δημοσιογράφο, να ρίχνει το φταίξιμο για την εξαθλίωση της μεσαίας και της εργατικής τάξης στο υποτιθέμενο κόμπλεξ που τρέφουν για τους πλούσιους;

Ρωτάνε, λέει, οι κομπλεξικοί: «Εσύ πού βρήκες τα λεφτά ρε;».

Αμ, δεν ρωτάνε μόνο οι κομπλεξικοί τους έξυπνους πού βρήκανε τα λεφτά. Ρωτάνε και οι εργαζόμενοι τους άνεργους συναδέλφους τους, με τι λεφτά ζούνε.

Τον κύριο Καμπουράκη που κάνει αυτές τις έξυπνες ρητορικές αναλύσεις, δεν τον άκουσα να ρωτάει τους απλήρωτους πρώην συνάδελφους του στο ΜEGA: «Εσείς, ρε παιδιά, με τι λεφτά ζείτε;».

Θα σας πω εγώ, γιατί δεν τους ρωτάει. Όχι γιατί τους γράφει στα αρxίδια του, επειδή εκείνος βολεύτηκε, αλλά γιατί δεν είχαν την ικανότητα να ξεχωρίσουν μέσα από χρεωκοπημένα ΜΜΕ, το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, τα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΆ ή τον Real Fm. Και να πηδήξουν πρώτοι έξω από το βουλιαγμένο καράβι του Ψυχάρη και του Μπόμπολα.

Όχι, οι ταλαντούχοι συνάδελφοι του κυρίου Καμπουράκη, αυτοί που μετακόμισαν από το MEGA και το ΒΗΜΑ σε άλλα κομματικά παραμάγαζα του Τύπου, δεν είναι τα ποντίκια που πρώτα φεύγουν από τα καράβια. Είναι οι έξυπνοι που πήραν τα λεφτά στην ώρα τους, και οι άριστοι της δημοσιογραφίας.

Ανάρπαστοι γίνονται, από νέα αφεντικά, για το δημοσιογραφικό ταλέντο τους. Όχι, γιατί είναι πουλημένοι και γράφουν ό,τι τους λένε να γράψουν.

Στην ελεύθερη αγορά, αυτή που λατρεύει ο κύριος Καμπουράκης, η δουλοπρέπεια τετρακοσίων είκοσι εργαζομένων, να εξακολουθούν, μέσα από μια καταπατημένη δημόσια συχνότητα, να τα βάζουν με μια νέα κυβέρνηση, που την έβριζαν, από τότε που ήταν στην αντιπολίτευση, για να φανούν αρεστοί στα νέα αφεντικά, χωρίς να τολμούν να πουν έστω μια κουβέντα για τους καλοπληρωμένους συναδέλφους τους που τους πούλησαν, δεν έφθανε για να κρατήσουν μια δουλειά.

Χρειαζότανε και μια γερή δόση μ@λακίας. Να δουλεύουν τζάμπα για να ξοφλήσει το κανάλι τις χρεοκοπημένες τράπεζες, που τα είχαν κάνει πλακάκια με τα παλιά αφεντικά τους.

Για να πούμε, πάντως, και του στραβού το δίκιο, ο Δημήτρης είχε φροντίσει να τους συμβουλεύσει, μέσα από το MEGA, τι θα έπρεπε να κάνουν εάν έχαναν την δουλειά τους:

Να πάνε και να μαζέψουνε φράουλες στη Μανωλάδα.

Στη βαθυστόχαστη ανάλυσή του, ο αγαπητός σε όλους μας, κύριος Καμπουράκης, δεν παραλείπει να μας θυμίζει με τσιτάτα λογικής Αρκά, πόσο κινδυνεύει η σοσιαλδημοκρατία από την ταξική ιδεοληψία -δικός του και αυτός ό όρος- της σημερινής Αριστεράς.

«Η κλασσική σοσιαλδημοκρατική συνταγή, τα σημερινά τους κέρδη» -εννοεί των πλουσίων – «είναι οι αυριανές επενδύσεις και οι μεθαυριανοί φόροι και θέσεις εργασίας».

Πολύ σοφά τα λόγια του Δημήτρη. Τα έκαναν πράξη οι Ολάντ, Ρέντσι και Σούλτς.

Θα υπάρχουν, φαίνεται, και σε άλλες χώρες πολίτες μπολιασμένοι με ταξικό μίσος.

Γιατι διαφορετικά, πώς να εξηγηθεί ο εκλογικός πάτος που έπιασαν οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες και εκσυγχρονιστές;

Τέλος, η ανησυχία του κυρίου Καμπουράκη κορυφώνεται στον επίλογο του άρθρου του.

Εκεί μιλάει για την «ταξική μεροληπτικότητα» του λαού -ο μπαγάσας χρησιμοποιεί πολύ ωραίες εκφράσεις και απορώ γιατι δεν τις στέλνει σαν λήμματα στο λεξικό εκείνου του συνταξιούχου συναδέλφου του που έφτιαξε το «Λεξικό χωρίς γραβάτα»- και η οποία μεροληπτικότητα, μας λέει, «σε συνθήκες πολιτικής όξυνσης μπορεί να οδηγήσει στο άρπαγμα του πορτοφολιού του έξυπνου και δημιουργικού συμπολίτη μας και την μετατροπή του χρήματος του σε νέα επιδόματα».

Ανησυχεί, παιδιά, ο Δημήτρης. Μην και βάλουν χέρι οι Συριζαίοι στις τσέπες των καταφερτζήδων.

Να μην ανησυχεί, όμως.

Όλο και κάποιος πατριώτης Διοικητής τράπεζας, θα βρεθεί να χτυπήσει την καμπάνα του πανικού και να προτείνει στον έξυπνο και δημιουργικό συμπολίτη μας, να αδειάσει το πορτοφόλι του στην Ελβετία.

Για ένα να είναι σίγουρος, ο κύριος Καμπουράκης. Ότι ποτέ δεν θα τον ρωτήσει, πού βρήκε τα λεφτά.

Γ.Κ.

Υ.Γ.1 Στο ζωικό βασίλειο συνυπάρχουν ύαινες και χαμαιλέοντες. Οι ύαινες σκίζουν το θύμα τους και το κατασπαράζουν. Όταν εμφανίζεται τίγρης ή λιοντάρι, αποχωρούν διακριτικά και πάνε σε άλλη αγέλη. Οι χαμαιλέοντες αλλάζουν χρώμα ανάλογα με το περιβάλλον. Αν απειληθούν, μένουν ακίνητοι για να παραπλανήσουν τον εχθρό τους. Η γλώσσα τους είναι δύο φορές περίπου το μήκος του σώματος τους.

Υ.Γ.2 Όταν ακούς παραδοσιακούς δεξιούς να λένε «να δεις που θα ξαναβγεί ο Τσίπρας», δεν το λένε γιατί γουστάρουνε το μπουλούκι των Συριζαίων, που δεν ξέρουν πού πατάνε και πού βρίσκονται.
Είναι γιατί βλέπουν και ακούν όλα αυτά τα σιχάματα του παρελθόντος, να εξακολουθούν να ζητάνε τα ρέστα για τα χάλια στα οποία έφεραν την χώρα.

(Αγαπητέ φίλε, έχετε τον θαυμασμό μου που ασχολείστε ακόμα με τους Καμπουράκηδες. Είναι ενδεικτικό της κατάστασης της χώρας πως υπάρχουν ακόμα όλοι αυτοί που συμβολίζουν την χρεοκοπία της. Τραγική χώρα. Για τους Έλληνες δημοσιογράφους -με ελάχιστες εξαιρέσεις- τα λέει όλα αυτό το σκίτσο του Γιάννη Δερμεντζόγλου:



Θυμάστε κάτι λίστες με τους δημοσιογράφους που ήταν στο payroll; Δεν βγήκε καμία. Γιατί; Γιατί ήταν σχεδόν όλοι οι δημοσιογράφοι στο payroll. Αλλά αυτοί ακόμα …ενημερώνουν. Από τα σαπάκια ΜΜΕ των μαφιόζων-ολιγαρχών. Και ποτέ δεν αναρωτήθηκαν πού βρήκαν τα λεφτά οι μαφιόζοι που τους πληρώνουν. Πάντως, αγαπητέ φίλε, εγώ παρακαλάω να βγει ξανά η Νέα Δημοκρατία και να κυβερνήσει μαζί με το ΠΑΣΟΚ. Είμαι έτοιμος με τις σαμπάνιες στο χέρι. Πάρτι θα κάνω. Να είστε καλά.)



No comments:

Post a Comment