Sunday, December 29, 2024

Έρωτας, Ναρκωτικά και Εφιάλτες: Η παράξενη Περίπτωση της συγγραφής του Δόκτορα Τζέκιλ και Κύριου Χάιντ


Σύνταξη/Επιμέλεια:Γιάννης Δαμέλλος 
Πηγή: Wikipedia

Ο Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον είχε καταναλώσει πολλή κοκαΐνη όταν έγραφε την Παράξενη περίπτωση του Δρ Τζέκιλ και του Μίστερ Χάιντ. Ζούσε στην Σκωτία εκείνο το καιρό μαζί με τη σύζυγό του που λάτρευε και πήρε μαζί του από την Αμερική για να τη φέρει πίσω στη γενέτειρά του. Είχε ήδη γράψει το Νησί των Θησαυρών, δύο χρόνια πριν και είχε γίνει διάσημος και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Αλλά ακόμα ζούσε με τους δαίμονές του. Ο Στίβενσον ήταν άρρωστος από την ημέρα που γεννήθηκε και συχνά-πυκνά καθώς κοιμόταν έβλεπε εφιάλτες υπό την επήρρεια των φαρμάκων και των ναρκωτικών. 

Ένα βράδι, η σύζυγός του Φάνι Στίβενσον ξύπνησε από τα κλάματα του συζύγου της. Είχε εφιάλτες οπότε και έκρινε ότι έπρεπε να τον ξυπνήσει κάτι που προκάλεσε έναν μεγάλο καυγά. "Γιατί με ξύπνησες; Ονειρευόμουν μια υπέροχη ιστορία τρόμου", είπε στη γυναίκα του. Η Φάνι τον είχε διακόψει καθώς το μυαλό του έπλεκε την πρώτη σκηνή μεταμόρφωσης του Δρ Τζέκιλ στο σκοτεινό αλτερ-εγώ του Χάιντ. Αλλά δεν της κράτησε κακία. Χωρίς εκείνην ήταν ένα τίποτα.

Η Φάνι Στίβενσον δεν ήταν το είδος της γυναίκας που είχαν φανταστεί για εκείνον οι γονείς του Ρόμπερτ. Μάλλον περίμεναν να παντρευτεί κάποια γυναίκα που θα γινόταν η νοσοκόμα του. Όταν ο Ρόμπερτ ήταν παιδί είχε εξαιρετικά ευπαθή υγεία σε αντίθεση με την πνευματική και ηθική του κατάσταση. Στις ρωμαλέες και νευρώδεις ιστορίες που έγραψε αργότερα δεν υπάρχει τίποτε που θα επέτρεπε στον αναγνώστη να υποθέσει ότι οι ατρόμητοι εκείνοι ήρωες είναι δημιουργήματα ενός ανθρώπου που η ζωή του κρεμόταν πάντα από μία λεπτή κλωστή. Ποτέ δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει μαθήματα στο σχολείο και το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου το παράτησε νωρίς. Τον περισσότερο καιρό ήταν στο κρεβάτι, ενώ η αγαπημένη του μητέρα τού διάβαζε ιστορίες και ποιήματα, προσπαθώντας να αποσπάσει το νου του παιδιού της από τα βάσανα της αρρώστιας. Ο πατέρα του ήταν μηχανικός και τον έπαιρνε συχνά μαζί στα ταξίδια του, για να μην σαπίσει στο κρεβάτι του πόνου. Μια νοσοκόμα λοιπόν, θα ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να φανταστεί η μάνα του για νύφη της.



Όμως η Φάνι ήταν ένας διάολος μεταμορφωμένος. Ενώ ήταν όμορφη και πνευματώδης, ήταν και 10 χρόνια μεγαλύτερή του, χωρισμένη, Αμερικανίδα με δικά της παιδιά από τον πρώτο της γάμο και κάτι σαν αγοροκόριτσο. Έστριβε τα δικά της τσιγάρα και ήξερε να πυροβολεί με πιστόλι. Και ο Ρόμπερτ ήταν απόλυτα καψούρης με αυτήν. Τη γνώρισε το 1876 και την ερωτεύτητκε αμέσως. Αλλά η νεαρή και όμορφη χήρα με μία κόρη την Ίζομπελ και έναν γιο εν ζωή τον Λόυντ σύντομα έφυγε για την Αμερική. Ο Στήβενσον δεν έπαψε ποτέ να την αγαπά και όταν μία μέρα πληροφορήθηκε ότι η Φάνι ήταν άρρωστη στο σπίτι της, στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια, δεν δίστασε να διασχίσει τον ωκεανό και ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο για να πάει να τη δει. Για να το κάνει αυτό έπρεπε να ζητήσει  χρήματα από την οικογένειά του, όμως εκείνη αρνήθηκε να πληρώσει για το πέρασμά στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, όποτε κι εκείνος μόχθησε, δούλεψε και έκανε οικονομίες, μόνο και μόνο για να ξαναβρεθεί μαζί της. Μάλιστα η δοκιμασία ενός τέτοιου ταξιδιού παρολίγον να γίνει και η χαριστική βολή για την κλονισμένη υγεία του.

"Ο Στήβενσον ταξίδεψε από τις ανατολικές προς τις δυτικές πολιτείες, και λίγο πριν το Μόντερεϋ  της Καλιφόρνια μια μέρα λιποθύμησε στην έρημο. Δύο νύχτες πέρασε σε κωματώδη κατάσταση μέσα στην ερημιά και σίγουρα θα πέθαινε αν δεν τον έβλεπαν δύο βοσκοί που φύλαγαν ένα κοπάδι γίδια. Οι βοσκοί τον σήκωσαν στην πλάτη τους, τον πήγανε στην καλύβα τους και τον περιποιήθηκαν αρκετές εβδομάδες, ώσπου το ακατανίκητο πνεύμα του τον έκανε να σταθεί ξανά στα πόδια του. Σ' αυτές τις εβδομάδες που πέρασε με τους γιδοβοσκούς ο Στήβενσον δούλεψε σκληρά γράφοντας, μα δεν έμενε ευχαριστημένος. Έγραψε σ' ένα φίλο του: "Είναι κάτι μέσα μου που αξίζει να το ειπώ, μα δεν μπορώ να βρω ακόμη τι ακριβώς είναι αυτό το κάτι". Τελικά έπεστρεψε στη Φάνι του και το 1880 ο Στήβενσον και η Όσμπορν παντρεύτηκαν και μαζί με τα παιδιά που είχε από τον πρώτο της γάμο, γύρισαν στη Σκωτία". Έτσι, όλα πήγαν καλά στο τέλος, γιατί αν ο Ρόμπερτ είχε ερωτευτεί κάποιον άλλο, ίσως η ιστορία του Δρ Τζέκιλ και του κ. Χάιντ να είχε εξελιχθεί πολύ διαφορετικά.



Μετά λοιπόν εκείνη την άγρια νύχτα, η Fanny διάβασε το πρώτο προσχέδιο του Robert, συμβουλεύοντάς τον να το ξαναγράψει ως αλληγορία. Εκείνος εμπιστεύτηκε το ένστικτό της και ξεκίνησε από το μηδέν, καίγοντας το προσχέδιο από φόβο ότι θα προσπαθούσε να επιστρέψει σε αυτό μια ημέρα. Ξαναέγραψε όλη την ιστορία σε 6 ημέρες και αυτή η έκδοση έγινε μια από τις πιο διάσημες νουβέλες τρόμου όλων των εποχών, αντανακλώντας μια βαθιά εσωτερική πάλη του καλού και του κακού, που βρίσκεται στον πυρήνα κάθε ανθρώπου. Έγινε μεγάλη επιτυχία αμέσως μετά την κυκλοφορία του και μέσα σε λίγο διάστημα ανέβηκε στο θέατρο στη Βοστώνη και το Λονδίνο. 

Τελικά, το κλίμα της Σκωτίας αποδείχθηκε ολέθριο για την υγεία του Στήβενσον και ο συγγραφέας ξανάρχισε πάλι τα ταξίδια του, αυτή τη φορά μαζί με την οικογένειά του. Όταν έγινε 37 ετών έφυγε μαζί με την οικογένειά του για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πέρασε ένα χειμώνα στη λίμνη Σάρανακ στα όρη Αντιρόντακ, προσπαθώντας να γίνει καλά του και τον Ιούνιο του 1888, ο ταξίδεψε στα νησιά Σαμόα, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα το 1890 καθώς ήταν ό,τι χρειαζόταν για την υγεία του. Οι ιθαγενείς τον ονόμασαν "Τουγιτάλα", δηλαδή "παραμυθά", και τον έκαναν αρχηγό μιας φυλής. Εκεί έζησε και έγραψε επί τέσσερα χρόνια. Στις 3 Δεκεμβρίου 1894, τρεις εβδομάδες έπειτα από την 44η επέτειο των γενεθλίων του, ο Στήβενσον πέθανε ξαφνικά, όχι από την αρρώστια που καταπολέμησε σ' όλη του τη ζωή αλλά από αποπληξία. Είχε αγαπήσει με όλη του την καρδιά το όμορφο νησί και οι ιθαγενείς τον λάτρευαν. Όταν πέθανε, πομπή ιθαγενών συνόδευσε τη σορό του μέχρι την κορυφή ενός λόφου όπου και τάφηκε, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία. Στην ταφόπλακα, του χάραξαν τον επιτάφιο που έγραψε ο ίδιος ο Στήβενσον:

"Κάτω απ' τον πλατύ, τον έναστρο ουρανό, σκάφτε ένα μνήμα κι άστε με να ξεκουραστώ. Χαρούμενα όπως έζησα, έτσι πεθαίνω με χαρά. Στο μνήμα να χαράξετε θέλω τα λίγα λόγια αυτά: Κείτεται εδώ όπου τόσο λαχταρούσε για νάβρει μιαν ημέρα τη θανή. Και βρήκε σπίτι ο ναύτης, ο ταξιδευτής. Βρήκε το σπίτι του ο κυνηγός και των βουνών ο εραστής."


No comments:

Post a Comment