Αθήνα, 25 Μάη 1976. Τα ΜΑΤ του Καραμανλή τσακίζουν τις διαμαρτυρίες για τον αντεργατικό Ν. 330. |
Οι λαοί κυβερνώνται διά της διαφωτίσεως, διά της πειθούς και διά των κυρώσεων
Κωνσταντίνος Καραμανλής (πρωθυπουργός), 12/3/1976
Πότε ακριβώς τέλειωσε η Μεταπολίτευση; Οι απαντήσεις στο ερώτημα ποικίλλουν, ανάλογα με την ερμηνεία που καθένας δίνει στον επίμαχο όρο. Αν ως Μεταπολίτευση θεωρήσουμε την ηγεμονία του συλλογικού αιτήματος για περισσότερη δημοκρατία και κοινωνική ισότητα, που κυριάρχησε στην πολιτική ζωή του τόπου μετά την πτώση της χούντας, η ιστορική αυτή φάση είναι προφανές ότι έκλεισε κάπου μεταξύ 1989 και 1992 – όταν, δηλαδή, τα παραπάνω προτάγματα εκτοπίστηκαν στον δημόσιο λόγο από τις αντιπαραθέσεις περί «διαφθοράς» και «εθνικών θεμάτων».
Για όσους πάλι εξισώνουν τη Μεταπολίτευση με τον «λαϊκισμό» και την «κυριαρχία του πεζοδρομίου» (διάβαζε: τον συνυπολογισμό των λαϊκών αντιδράσεων στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής), είναι προφανές ότι αυτή διατηρήθηκε μέχρι το πρώτο τουλάχιστον μνημόνιο του 2010.
Η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας (1974-1977) |
Η Μεταπολίτευση όμως με τη στενή έννοια, η περίοδος δηλαδή που εγκαινιάστηκε με την κατάρρευση της χούντας στις 23 Ιουλίου 1974 και χαρακτηρίστηκε από μια διαρκή τάση (θεσμικής ή άτυπης) διεύρυνσης των λαϊκών ελευθεριών, τερματίστηκε στην πραγματικότητα μέσα στο 1976, όταν η πανίσχυρη κυβέρνηση Καραμανλή (54,4% και 220 βουλευτές) προχώρησε στη λήψη διαδοχικών μέτρων για να αντιστρέψει το ρεύμα εκδημοκρατισμού της προηγούμενης διετίας:
◼ Με τον αντεργατικό Ν. 330 της 29/5/1976 απαγορεύτηκαν οι απεργίες που δεν κηρύσσονταν «υπό του νομίμως συνεστημένου σωματείου» (αλλά από συνελεύσεις εργαζομένων) ή αποφασίζονταν με πλειοψηφία κάτω του 75%· επιβλήθηκε υποχρεωτική οκταήμερη προειδοποίηση των απεργών προς τον εργοδότη, ποινικοποιήθηκε η «άσκησις επιρροής επί της συστάσεως σωματείου» (!), απαγορεύτηκε η συμμετοχή των ανήλικων εργαζομένων στα συνδικάτα και αναζωογονήθηκε η μετεμφυλιακή νομοθεσία που επέτρεπε την απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών για «απείθεια σε δικαιολογημένη εντολή του εργοδότη» ή «εξύβρισή» του (Α.Ν. 1803/51).
Ακολούθησε η συντριβή του εργοστασιακού συνδικαλισμού, με απόλυση 15.000 μαχητικών εργατών μέσα στην επόμενη τριετία (ΟΒΕΣ, «Το εργοστασιακό κίνημα», Αθήνα 1984, σ. 5).
◼ Με τον Ν. 410 της 10/8/1976 («ιδιώνυμο») ποινικοποιήθηκε μια ευρεία γκάμα κινηματικών πρακτικών – από την κατάληψη δημόσιων κτιρίων (το αρχικό νομοσχέδιο μνημόνευε ρητά τα ΑΕΙ) και την κάλυψη του προσώπου των διαδηλωτών μέχρι την «άσκηση ψυχολογικής βίας» σε δημοσίους υπαλλήλους, αστυνομικά όργανα ή την... κυβέρνηση.
Οι επιπτώσεις αυτής της νομοθετικής σκλήρυνσης έγιναν αντιληπτές μέσα στο 1977, με την απαγόρευση σχεδόν κάθε διαδήλωσης (της επετειακής πορείας του Πολυτεχνείου συμπεριλαμβανομένης) και την άγρια αστυνομική και δικαστική καταστολή των όποιων αντιδράσεων.
◼ Με νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή στις 8/11/1976 επιχειρήθηκε η επαναφορά του μέτρου της διοικητικής εκτόπισης «προς πρόληψιν αξιοποίνων πράξεων», βάσει εισήγησης (και ενίοτε πρωτοβάθμιας απόφασης) των σωμάτων ασφαλείας.
Η πάνδημη ωστόσο κατακραυγή γι’ αυτή την προσπάθεια επανόδου στις μέρες της προπολεμικής και μετεμφυλιακής αστυνομοκρατίας υποχρέωσε τελικά την κυβέρνηση Καραμανλή να αποσύρει το νομοσχέδιο.
Το ντοκουμέντο που φέρνουμε σήμερα στη δημοσιότητα αποτυπώνει με τον διαυγέστερο δυνατό τρόπο την ακριβή στιγμή αυτής της πολιτικής μεταβολής.
Πρόκειται για τα πρακτικά του υπουργικού συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 1976, πριν από 40 ακριβώς χρόνια, όταν αποφασίστηκε κεντρικά (για την ακρίβεια, ανακοινώθηκε από τον Καραμανλή στους υπουργούς) η αποκήρυξη του δημοκρατικού ανοίγματος και η επερχόμενη θεσμική σκλήρυνση.
Το χειρόγραφο κείμενο καταλαμβάνει συνολικά 51 σελίδες κι εντοπίστηκε στο Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή που φυλάσσεται στο ομώνυμο ίδρυμα (Φ. 75Β, φ. 1.749-1.799).
Στη δημοσιευμένη εκδοχή του Αρχείου έχουν αποσιωπηθεί όχι μόνο τα πρακτικά, αλλά και η ίδια η συνεδρίαση του υπ. συμβουλίου (τ. 9ος, σ. 166).
Σε αντίθεση με τον επίσημο λόγο των κυβερνώντων, που προσαρμόζεται πάντα στις προπαγανδιστικές ανάγκες της συγκυρίας, τα πρακτικά που δημοσιεύουμε καταγράφουν ζωντανά τον πραγματικό προβληματισμό που αναπτυσσόταν στους κόλπους της τότε πολιτικής εξουσίας· ακόμη και στοιχεία του (όπως ο δομικός αυταρχισμός, ο ακραίος αντικομμουνισμός ή ο φόβος εκλογικών διαρροών προς την Ακροδεξιά) που ήταν αδιανόητο να ομολογηθούν δημόσια.
Αποτύπωση της μεταβατικής εκείνης εποχής είναι και το γλωσσικό ιδίωμα του ντοκουμέντου: ένα αμήχανο (και ορθογραφικά ασυνεπές) μίγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, λίγους μήνες πριν από την επίσημη καθιέρωση της τελευταίας ως επίσημης γλώσσας του κράτους.
Δαμαστής απεργών
Ευθύς εξαρχής, ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε στους συνομιλητές του ότι βασικό ζήτημα της ημέρας ήταν η πάταξη του ανερχόμενου εργατικού κινήματος:
«Οπως γνωρίζετε, Κύριοι, το θέμα το οποίον τελευταίως μας απασχολεί έντονα είναι το θέμα των απεργιών. Είναι ένα φαινόμενον δυσάρεστον, που ημπορεί να εξελιχθεί κατά τρόπον επικίνδυνον, εάν δεν εύρωμε τους καταλλήλους τρόπους να το αναχαιτίσωμεν. Εις τα περισσότερα Υπουργεία το συναντώμεν αυτό το φαινόμενον και θα πρέπει να έχετε υπ’ όψει σας ότι, διά να αποθαρρύνωμεν την επέκτασίν του, θα πρέπει να εύρωμεν εκείνα τα μέτρα με τα οποία θα μπορέσωμεν να αντιμετωπίσωμεν αυτήν την κατάστασιν.
Οι απεργίες αυτές, κατά το πλείστον, έχουν πολιτικά ελατήρια και διά τον λόγον αυτόν θα πρέπει κατόπιν μελέτης να ληφθούν μεθοδικά μέτρα τοιαύτα, ώστε να πεισθούν οι απεργοί ότι δεν είναι δυνατόν να το γλεντάνε και να κάθωνται 5 ημέρες και ότι είναι δυνατόν να παρατείνουν την απεργίαν και να την επεκτείνουν. Δεν θα δέχεσθε να λύσετε οιονδήποτε θέμα των απεργών, εάν προηγουμένως δεν λύσουν την απεργίαν των. Πολλάκις κηρύσσονται απεργίες διά λόγους συνδικαλιστικούς αλλά και δημαγωγικούς με σκοπόν να εμφανίζουν την Κυβέρνησιν ότι υποκύπτει, ικανοποιούσα τα διάφορα αιτήματα που προβάλλονται» (σ. 2-3).
«Το θέμα των απεργιών», εξήγησε λίγο παρακάτω, «έχει άμεσον σχέσιν με την ένταξίν μας εις την Κοινήν Αγοράν».
Μπορεί οι μελλοντικοί εταίροι να «μας δέχονται μετ’ ενθουσιασμού», όμως «θα πρέπει να δημιουργηθούν κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες εις την χώραν μας που να κινήσουν το ενδιαφέρον της Ευρώπης. Δεν επιτρέπεται να δημιουργηθούν συνθήκες κοινωνικής αναρχίας. Γι’ αυτό ευθύς εξ αρχής σας επεσήμανα το φαινόμενον των απεργιών, όχι μόνον ως δυσάρεστον φαινόμενον αλλ’ ως φαινόμενον, το οποίον ημπορεί να αποβή και επικίνδυνον» (σ. 5-6).
Σκηνές από τις συγκρούσεις της 23ης Ιουλίου 1975 στο κέντρο της Αθήνας, μετά την επίθεση της αστυνομίας σε διαδήλωση οικοδόμων | Ν. ΚΑΒΟΥΚΙΔΗΣ, ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ (1975) |
Στη διάρκεια της συζήτησης, ο υπουργός Συντονισμού, Παναγής Παπαληγούρας, προέβλεψε ότι «σχετικώς με το θέμα των απεργιών και των άλλων αταξιών, η αντιμετώπισις αυτών θα μας απασχολήσει αρκετόν χρόνον» (σ. 16).
Ο υπουργός Εργασίας, Κωνσταντίνος Λάσκαρης, υποστήριξε, αντίθετα, πως «οι απεργίες υποκινούνται από πολιτικούς παράγοντας», υπενθυμίζοντας πως η επίσημη συνδικαλιστική ηγεσία (που εκλεγόταν χάρη σε μια τεχνητή πλειοψηφία «εθνικοφρόνων» σωματείων) «κατά 98% ευρίσκεται στα χέρια μη κομμουνιστών»· το τελευταίο καθιστούσε δε τη θεσμική θέση των αριστερών συνδικαλιστών «πολύ δυσχερή» (σ. 42).
«Οι απεργίες που γίνονται εδώ, δεν έχουν πάρει την έκτασιν που έχουν εις άλλες χώρες», θα παραδεχτεί και ο Καραμανλής κάποια στιγμή. «Πρέπει, όμως, να τις δαμάσωμεν» (σ. 27-28).
Αδράνεια, «φαυλότης», «διαφώτισις»
Το δεύτερο πρόβλημα που έθεσε ο Καραμανλής ήταν αυτό της «βραδύτητος του κυβερνητικού έργου», της υποχωρητικότητας των υπουργών στις πιέσεις νεοδημοκρατών βουλευτών για ρουσφέτια και της συνακόλουθης καλλιέργειας μιας αρνητικής εικόνας για την κυβέρνηση:
«Κάμνομεν νομοσχέδια τα οποία πολλάκις έχουν την μορφήν παραχωρήσεων και ικανοποιήσεως των ολίγων με αποτέλεσμα οι άλλοι να διαμαρτύρωνται, διότι και εις αυτούς δημιουργείται η όρεξις να τύχουν παροχών. Αυτό παρουσιάζεται εις το Υπουργείον Οικονομικών. Θα παρακαλέσω να δώσετε μεγάλην προσοχήν εις το θέμα αυτό, διότι προκαλείται δυσαρέσκεια εις την Κοινήν Γνώμην και γενικώτερα δημιουργείται εξ αυτού του λόγου ένα κλίμα δυσάρεστον και εις την Κοινήν Γνώμην, αλλά και εις την Αντιπολίτευσιν. [...] Θα παρακαλέσω πολύ να μη φέρετε στην Βουλήν νομοσχέδια, εκτός εκείνων τα οποία είναι βασικά. Αυτό ισχύει διά τον οικονομικόν τομέα και εκείνον της Κοινωνικής Ασφαλίσεως. Αντί να κλείνουν μια πληγή ανοίγουν 10» (σ. 8-10).
«Εις την Ελλάδα», τόνισε, «υπάρχει η τάσις να υποπτεύωνται εκείνους που ασκούν την εξουσίαν. Και δεν είναι ότι κατηγορούν ωρισμένους ιδιοτελείς, αλλά και τους υπουργούς, διά ικανοποίησιν ατομικών συμφερόντων. Σας πληροφορώ ότι κυκλοφορεί και αυτό. Ημπορεί αυτό να είναι αβάσιμον και άδικον, αλλά πρέπει να το αντιμετωπίσωμεν. [...] Δεν θέλω να ευρεθώ εις την ανάγκην να λάβω μέτρα διά την αντιμετώπισιν αυτών των θεμάτων, επειδή εσείς δεν έχετε την δύναμιν αντιστάσεως σε απαιτήσεις Βουλευτών. Είπα κάποτε ότι όλοι οι άνθρωποι, αλλά περισσότερον οι Ελληνες, επαναστατούν όταν αδικούνται, παρά όταν υποφέρουν. [...] Η δημιουργία εντυπώσεων ότι η Κυβέρνησις είναι φαύλος με κάνει να αρρωσταίνω» (σ. 10-12).
Οι εγκαλούμενοι έσπευσαν, φυσικά, να αποποιηθούν την κατηγορία.
«Προσωπική μου εντύπωσις, κ. Πρόεδρε, είναι ότι αυτά τα οποία είπατε περί βάρους της Κυβερνήσεως και ρουσφετιών, υπάρχουν εις μίαν λογικήν αναλογίαν, όπως είναι φυσικόν να υπάρχουν, διά μίαν Κυβέρνησιν η οποία ευρίσκεται 1½ χρόνον εις την εξουσίαν», υποστήριξε ο ΥΠΕΘΑ, Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας (σ. 33).
«Επειδή ημπορώ να μεταδώσω μίαν άποψιν των επαρχιών, θα ήθελα να πω ότι για φαύλους δεν μας έχουν», συμπλήρωσε ο υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Νικόλαος Μπρισήμης. «Ακόμη, βεβαίως, ο κόσμος έχει την εντύπωσιν ότι το ρουσφέτι περνάει, αλλά, πάντως, ολιγώτερον από άλλοτε» (σ. 34).
Λιγότερο σίγουρος φάνηκε ο υπουργός Εμπορίου, Γιάννης Βαρβιτσιώτης:
«Ως προς το θέμα της φαυλότητος, νομίζω ότι αυτό έχει δύο σκέλη. Το πρώτον, το βαρύτερον, είναι ότι υπάρχουν υπόνοιες, σκιές, περί οικονομικών ευνοιών. Το δε δεύτερον και απλούστερον, ότι υπάρχει μία ρουσφετολογία. Επειδή έχω την τιμήν να είμαι βουλευτής από το 1961, νομίζω, κ. Πρόεδρε, ότι η ρουσφετολογία η οποία υπάρχει κατά την παρούσα φάσιν είναι πολύ ολιγωτέρα άλλων περιόδων».
«Νομίζω ότι παρατηρείται έξαρσις», αντέτεινε ο Καραμανλής, για να πάρει την απάντηση πως «η μεγάλη αδυναμία εμφανίζεται εις την διαφώτισιν» (σ. 37-38).
Αρμόδιος για τη «διαφώτιση» ήταν ο υφυπουργός Προεδρίας (και κυβερνητικός εκπρόσωπος), Τάκης Λαμπρίας. Φυσικά, προσπάθησε να υπερασπιστεί το έργο του:
«Καθημερινώς, προς όλας τας επαρχιακάς εφημερίδας αποστέλλεται δελτίον», ενώ και «το Αθηναϊκόν πρακτορείον αποστέλλει τας ειδήσεις. Λοιπόν, το θέμα δεν είναι ότι δεν υπάρχει ο μηχανισμός, αλλά ότι διά πολύ γενικωτέρους λόγους δεν αποδίδει. Συνεπώς, θα πρέπει να αναζητήσωμεν τους λόγους τους πραγματικούς, διά τους οποίους υπάρχει η ροπή του “αντί”, δηλαδή της κριτικής. Φοβούμαι ότι ο Τύπος μας αντιπολιτεύεται διότι δεν υπάρχει πραγματική Αντιπολίτευσις».
Οσο για τους βουλευτές της Ν.Δ., «ουδείς, λυπούμαι διά την έκφρασιν, ενδιαφέρεται διά την προβολήν εθνικού ή κυβερνητικού θέματος. Ολοι ενδιαφέρονται διά το πολύ εξατομικευμένο ή στενό συμφέρον. Κανείς δεν είναι φορεύς ούτε καν κυβερνητικής προπαγάνδας» (σ. 34-35).
Για τον Καραμανλή, τα πράγματα ήταν πιο απλά:
«Θα πρέπει κάθε Υπουργείον, διά θέματα τα οποία το αφορούν, τυχόν ανακριβείς περί αυτών δημοσιεύσεις, να κάμει επανορθώσεις λακωνικάς. Οσον δε περισσότερον λιτές είναι οι ανακοινώσεις και διαψεύσεις, τόσον περισσότερον πιστευταί γίνονται» (σ. 20).
Πάνω απ’ όλα, όμως, έφταιγε η επανάπαυση από το 54,4% και τη συνακόλουθη κοινοβουλευτική ηγεμονία της Ν.Δ.:
«Οσον υπάρχει, Κύριοι, το αίσθημα ασφαλείας, δεν υπάρχει δραστηριότης. Η δραστηριότης προκαλείται από την ανησυχίαν, από τον κίνδυνον. Δεν θα ήθελον να με αναγκάσουν να τους προκαλέσω ανησυχίαν. Υπάρχει μία αδράνεια, ενώ υπάρχει η δυνατότης αντιστάσεως έναντι αυτής της διαβρώσεως από τους δημαγωγούς, τους συνδικαλιστάς και ιδίως από τον Κομμουνισμόν» (σ. 36).
Κομμουνιστές και δικτατορίες
Οι «ανόητοι» κομμουνιστές πήγαιναν γυρεύοντας, κατά τον εθνάρχη, για μια νέα δικτατορία | Ν. ΚΑΒΟΥΚΙΔΗΣ, ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ (1975) |
Το πιο ενδιαφέρον σημείο των πρακτικών είναι η τοποθέτηση του Καραμανλή απέναντι στα «δύο άκρα»: το αριστερό μαζικό κίνημα και την ακροδεξιά εκτροπή (τόσο την πρόσφατη δικτατορία όσο και το ναζιστικό αρχέτυπο).
Ολα ξεκίνησαν με μια παρατήρηση του υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αλέξανδρου Παπαδόγγονα, για την ανάγκη σαφούς οριοθέτησης των λαϊκών ελευθεριών.
Η στιχομυθία που ακολούθησε είναι άκρως αποκαλυπτική, τόσο για την πραγματική ιδεολογία του εθνάρχη όσο και για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα:
➤ Παπαδόγγονας: «Κύριε Πρωθυπουργέ, επί του θέματος ότι η Δημοκρατία ευρίσκεται εις κρίσιμον σημείον, θα ήθελον να είπω, όπως νομίζω εγώ τουλάχιστον, ότι θα πρέπει η Δημοκρατία να δείξη την δύναμίν της, εις τον Ελληνικόν χώρον, διότι οι Ελληνες δεν ξέρουν τι απαγορεύεται και τι επιτρέπεται. Ο μέσος Ελλην δεν πιστεύει ότι και η Δημοκρατία έχει την δύναμιν να επιβληθή».
● Καραμανλής: «Η Δημοκρατία δεν επιβάλλεται, εάν οι Ελληνες πολίται δεν καταλαβαίνουν τι είναι Δημοκρατία. Με πράξεις επιβάλλεται η Δημοκρατία. Είναι υποχρεωμένη, βεβαίως, να αμύνεται, αλλά διά να επιβιώση πρέπει και οι πολίται να την καταλαβαίνουν και να την θέλουν».
➤ Παπαδόγγονας: «Επειδή, ακριβώς, διερχόμεθα μίαν περίοδον, κατά την οποίαν ο μέσος πολίτης δεν γνωρίζει τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται -δεν έχει καταλάβει την πραγματικήν έννοιαν της Δημοκρατίας- θα πρέπει να το καταστήσωμεν σαφές».
● Καραμανλής: «Σε κάθε ομιλίαν μου, δεν παρέλειψα ποτέ να πω τι είναι Δημοκρατία και από τι κινδυνεύει. Η ηγεσία του λαού δεν έχει το αίσθημα της ευθύνης διά την λειτουργίαν της Δημοκρατίας. Είναι δύσκολον να την προστατεύσωμεν πλήρως με συγκεκριμένα μέτρα αλλά μόνον μερικώς.
»Εκείνο που θα ημπορούσα να επισημάνω είναι ότι αυτοί οι ανόητοι που λέγονται κομμουνισταί, θα ανέμενε κανείς ότι μετά την αποκατάστασιν της Δημοκρατίας και την νομιμοποίησίν τους, να ελέγχουν και να πολιτεύωνται σωφρονέστερα, δυστυχώς, όμως, ακολουθούν άλλην οδόν και προκαλούν αναταραχήν κοινωνικήν. Πουθενά δεν έγινε δικτατορία, χωρίς να προηγηθεί ο κίνδυνος επικρατήσεως του κομμουνισμού.
»Εις την Γερμανίαν επεκράτησεν ο Χίτλερ διότι εδημιουργήθη κατάστασις αναρχίας από τους κομμουνιστάς. Εις την Ιταλίαν, ομοίως, γνωρίζετε τι συμβαίνει. Στην Ελλάδα, όσες φορές έγινε παρέκκλησις, οι κομμουνισταί έδωσαν την αφορμήν. Η δικτατορία, το ολοκληρωτικόν καθεστώς, είναι δευτερογενής κατάστασις και προκαλείται από τον κίνδυνον της επικρατήσεως του Κομμουνισμού.
»Στην Αγγλία συζητείται τώρα να γίνη δικτατορία, διότι υπάρχει μία κοινωνική αναταραχή. “Προκειμένου να μου πάρης το κεφάλι, στο παίρνω εγώ”. Εις οποιαδήποτε χώρα δημιουργείται η εντύπωσις ότι ο Κομμουνισμός είναι ώριμος, την επομένην θα έχεις δικτατορίαν. Οι Ελληνες κομμουνισταί, οι οποίοι έχουν πλούσια πείρα δεν βάζουν νερό. Και εάν έχουμε αυτήν την κοινωνικήν αναταραχήν, αυτό οφείλεται σ’ αυτούς, συμπαραστεκομένου του κ. Παπανδρέου. Η δικτατορία οφείλεται κατά 50% στους κομμουνιστάς, που θα ξεσηκώσουν τας λαϊκάς μάζας και κατά 50% στην σπουδήν των Ελλήνων να βελτιώσουν το βιωτικόν τους επίπεδον, πέραν των μέσων που διαθέτουν, την οποίαν εκμεταλλεύεται ο Κομμουνισμός» (σ. 21-25).
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεως, ο πρωθυπουργός διευκρίνισε ότι «διά να ημπορή ο Κομμουνισμός να κάθεται φρόνιμα, δεν αρκεί μόνον η αστυνομία και τα δικαστήρια», αλλά «θα πρέπει η πολιτική ηγεσία να τον αποθαρρύνη. Δυστυχώς, όμως, όχι μόνον δεν αποθαρρύνεται αλλά ενθαρρύνεται από αυτήν».
Για την αντιστροφή του κλίματος, εξήγησε, «πρέπει να γίνη μια προσπάθεια εκ μέρους της ωργανωμένης διαφωτίσεως του λαού», ώστε «οι φρόνημοι άνθρωποι να αναγκασθούν να αντιδράσουν».
«Εάν ο λαός δεν αντιδράση, καμιά Κυβέρνησις, δεν ημπορεί να επιβληθή» (σ. 25-26).
Εξαιρετικά νωπό -ακόμη- παράδειγμα τέτοιας αντικομμουνιστικής «ενθάρρυνσης» αποτελούσε το καραμανλικό παρακράτος του 1958-63.
Με την ανάμνηση αυτή προφανώς κατά νου, ο εθνάρχης προειδοποίησε ότι «χρειάζεται μεγάλη προσοχή», γιατί, «εάν αρχίσωμεν να σκοτωνόμαστε μεταξύ μας δημιουργείται μια αναταραχή των πολιτικών κομμάτων», οπότε όχι μόνο «δεν θα έχωμεν την ψυχικήν δύναμιν να αντιμετωπίσωμεν τον εξωτερικόν κίνδυνον», αλλά θα πληγεί και η εικόνα της χώρας:
«Εάν μετά την δικτατορίαν η Κυβέρνησις προκαλούσε διεθνώς δυσπιστίαν, όσον αφορά την πολιτικήν της, όχι μόνον δεν θα είχαμε αυτό το κύρος το οποίον έχομεν διεθνώς, αλλά και τις πόρτες δεν θα τις είχαμε ανοικτές. Εάν διαλύσωμεν αυτήν την εντύπωσιν, θα αντιστραφούν οι όροι και θα κλείσουν οι δρόμοι».
Η επομένη του υπουργικού συμβουλίου της 12/3/1976: από τη Νέα Δημοκρατία στη «Νέα Τρομοκρατία» | ΓΣΕΕ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ (2001) |
Η καταστολή του εσωτερικού εχθρού όφειλε, ως εκ τούτου, να κινηθεί σε πλαίσιο αποδεκτό από τους μελλοντικούς εταίρους:
«Πρέπει να δημιουργηθή η εντύπωσις ότι υπάρχει εις τον τόπον μία πραγματική Δημοκρατία, διά της λήψεως δικαιολογημένων μέτρων, τα οποία δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως μη δημοκρατικά» (σ. 27).
Ακόμη σαφέστερος έγινε ο Καραμανλής λίγο αργότερα, απευθυνόμενος στον υπουργό Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνο Στεφανάκη:
«Παρατηρείται μια χαλάρωσις. Υπάρχει απάθεια και πρέπει να ληφθούν μέτρα από το Υπουργείον Δικαιοσύνης. Οι λαοί κυβερνώνται διά της διαφωτίσεως, διά της πειθούς και διά των κυρώσεων. Ο Θουκυδίδης λέγει ότι ο Περικλής χρησιμοποιούσε “την πειθώ και τον φόβον”. Η Δικαιοσύνη εμπνέουσα αυτό το αίσθημα, ότι η αταξία θα τιμωρήται, θα ημπορούσε μερικώς να περιορίση το φαινόμενον αυτό της απειθείας» (σ. 29).
Ο υπουργός συμφώνησε πως «δεν επιτρέπεται η παραμικρά υποχώρησις. Εάν εμφανισθώμεν ενδοτικοί, θα καταρρεύσει και το κοινωνικόν καθεστώς και το Δημοκρατικόν Πολίτευμα. Θα καταλήξωμεν εις αναρχίαν και θα επωφεληθή το Κομμουνιστικόν Κόμμα» (σ. 31-32).
Αναφερόμενος δε στην πρόσφατη υπερψήφιση της Ν.Δ. από (πρώην) αριστερούς της Β' Αθηνών, προβληματίστηκε για τη σταθερότητα και τα αίτια της μεταστροφής:
«Ισως και η πάροδος της ηλικίας, να συνετέλεσεν εις το να αποβάλουν την αγωνιστικότητά τους, αλλά και η εμπειρία των στα νησιά. Πάντως, νομίζω ότι η ανοχή που επεδείχθη εκ μέρους της Κυβερνήσεως προς τας κοινωνικάς εκδηλώσεις ωφέλησε. Είχαμε μίαν εκτόνωσιν. Αυτό το διαπιστώσαμεν και στον τομέα τον Πανεπιστημιακόν αλλά και εις άλλους» (σ. 32-33).
Η ακροδεξιά (εκλογική) απειλή
Η επόμενη μέρα του υπουργικού συμβουλίου της 12/3/1976: από τη Νέα Δημοκρατία στη «Νέα Τρομοκρατία» | ΑΝΤΙ, τχ. 46 (29/5/1976) |
Αν η ανασύνταξη της Αριστεράς εξόργιζε τον εθνάρχη, το πραγματικό πρόβλημα της κυβέρνησής του εντοπιζόταν στο άλλο «άκρο»: στο ενδεχόμενο μαζικής διαρροής ψηφοφόρων της Ν.Δ. προς τα δεξιά, ως αντίδραση στο δημοκρατικό άνοιγμα της προηγούμενης διετίας.
Φόβοι που δικαιώθηκαν τελικά σε μεγάλο βαθμό με τη διόγκωση της ακροδεξιάς ψήφου από 1,08% το 1974 σε 6,82% το 1977.
Τα πρακτικά του υπουργικού συμβουλίου είναι αποκαλυπτικά, τόσο για την έκταση της σχετικής ανησυχίας όσο και για τη συλλογική πρόσληψη μιας ενιαίας «εθνικόφρονος παρατάξεως» που αγκάλιαζε το σύνολο της εγχώριας Δεξιάς:
● Καραμανλής: «Γίνεται προσπάθεια δημιουργίας ανησυχιών στην εθνικήν παράταξιν, διότι, ως ισχυρίζονται, η πολιτική μας είναι τόσον προοδευτική, ώστε να δημιουργή μελλοντικούς κινδύνους. Ούτε με τους Κομμουνιστάς, ούτε με τον κ. Παπανδρέου συνέπραξα. Γίνεται μία εκμετάλλευσις χυδαία, η οποία πρέπει να αντιμετωπισθή. Δεν κάμαμε καμμίαν πράξιν, η οποία να δικαιολογή παρέκκλησιν από την γραμμήν της Ν. Δημοκρατίας. Γιατί δεν ανησύχησαν το 1958 και ανησυχούν τώρα; Αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι είτε εσκεμμένως είτε παρασυρόμενοι δυσπιστούν προς την πολιτικήν μας, τι ποσοστόν είναι;»
▸ Γιαννούσης (υφυπ. Γεωργίας): «Ελάχιστον. Ενα 3%».
◆ Λαμπρίας: «Εγώ διαφωνώ με την άποψιν ότι δεν υπάρχουν χουντικοί. Υπάρχει ποσοστόν χουντικών, το οποίον ημπορεί να μετρηθή με διάφορα πρόσωπα [τρόπους;]. Πρώτον υπάρχει η αναλογία του χουντικού Τύπου. Ισως είναι ένα είδος απογοητευμένων βασιλοφρόνων. Το ποσοστόν αυτό υπερβαίνει το 8% και εγγίζει το 10%».
● Καραμανλής: «Αυτό το κριτήριον δεν είναι ασφαλές, διότι αυτοί που διαβάζουν τον τύπον αυτόν είναι ένα ποσοστόν χουντικών αλλά και άλλοι, στους οποίους αρέσει η πολεμική κατά του Κομμουνισμού…»
◆ Λαμπρίας: «Το ποσοστόν χουντικών υπαλλήλων στα Υπουργεία δεν είναι ανύπαρκτον. Οταν με τις εκκαθαρίσεις εις την Διοίκησιν έχει απομακρυνθεί ένας μεγάλος αριθμός υπαλλήλων, θα πρέπει να υπολογίσωμεν εις αυτόν και τα μέλη των οικογενειών των, ως χουντικών».
● Καραμανλής: «Το θέμα είναι ότι αυτή η προπαγάνδα, ότι η πολιτική της Κυβερνήσεως είναι κάπως αριστερά και επικινδύνως ρεαλιστική, η οποία μεθοδικά καλλιεργείται στον κόσμο ο οποίος από παράδοσιν έχει ευαισθησία στον Κομμουνιστικόν κίνδυνον και η οποία προκαλεί σε ένα τμήμα του λαού ερωτηματικά, σε ποίον ποσοστόν ατόμων ανέρχεται;»
◾ Στεφανάκης: «Εις το 10%. Το ότι προκαλούν εις το ποσοστόν αυτό ανησυχίαν, δεν σημαίνει ότι σε μια κρίσιμη ώρα θα εγκαταλείψουν την Νέαν Δημοκρατίαν, διότι ενισχύονται από την αντικομμουνιστικήν διάθεσιν των πολλών, οι οποίοι έχουν θύματα στις οικογένειές τους και που βλέπουν να νομιμοποιείται το ΚΚΕ και ξεσπάει το αβυσσαλέο μίσος του εναντίον των χουντικών και των άλλων».
▰ Στράτος (υπ. Δημ. Εργων): «Το ποσοστόν αυτό θα πρέπει να το εκτιμήση κανείς, νομίζω, από απόψεως ποιότητος. Υπάρχει ένας αριθμός δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων διαφόρων οργανισμών, οι οποίοι, όχι διότι είναι χουντικοί, αλλά λόγω των επαφών που είχαν κατά την Επταετίαν, έχουν εκτεθεί και γίνονται φορείς ενός πανικού».
● Καραμανλής: «Πάντως γίνεται μία προπαγάνδα, η οποία, όπως είπα, οργανώνεται μεθοδικά και πρέπει να αντιμετωπισθή· διότι η Κυβέρνησις και το Κόμμα δεν κάνει καμμίαν πράξιν που να προκαλή ανησυχίαν. Εις όλην την Ευρώπη, η μόνη χώρα που έχει αμιγή εθνικόφρονα Κυβέρνησιν είναι η Ελλάς, και επ’ αυτού θα πρέπει να διαφωτίσωμεν τον κόσμον» (σ. 42-44).
Εντυπωσιακές είναι οι εκρήξεις αγανάκτησης των κυβερνητικών στελεχών για όσα δημοκρατικά τούς καταλογίζονται:
«Εμείς εδείξαμε ανοχήν, αλλά στους λόγους όχι στας πράξεις», ξεκαθαρίζει ο Βαρβιτσιώτης. «Ημπορεί εις τας πράξεις να είσαι διά της πολιτικής σου σκληρός, αλλά όχι εις τους λόγους διότι οι λόγοι τραυματίζουν. Νομίζω ότι δεν υπήρξε ανοχή αλλά ουχί έντονος αντίδρασις» (σ. 40).
«Ενας ο οποίος οικοδομεί απέναντι από το Χίλτον, διαμαρτύρεται ότι βαίνομεν προς Σοσιαλισμόν», αποκαλύπτει ο υπουργός Δημοσίων Εργων, Κυπριανός Μπίρης (σ. 50).
«Κατήντησε να αμφισβητούν την σαφήνειαν των ιδεολογικών μας αρχών», ξεσπά ο ίδιος ο Καραμανλής. «Το Κόμμα μας είναι εθνικόν κόμμα και η σύνθεσίς του και η πολιτική του εθνικαί. Δεν θα πρέπει να υπάρχη στον κόσμο η σύγχυσις την οποίαν προσπάθησαν να καλλιεργήσουν όσον αφορά την πολιτικήν του αλλά θα πρέπει να τονισθή, ότι η πολιτική τοποθέτησις της Νέας Δημοκρατίας είναι σαφώς εθνική, διότι είμαστε εθνικόφρων πολιτικόν Κόμμα» (σ. 39).
«Ποίαν πράξιν σοσιαλιστικήν έκαμε η Κυβέρνησις; Πώς κατορθώνουν και προκαλούν αυτές τις ανησυχίες;» αναρωτιέται λίγο παρακάτω ο εθνάρχης.
Ο υπουργός Εμπορίου, Γιώργος Παναγιωτόπουλος, θα αποπειραθεί να εξηγήσει: «Οι δίκες και οι καταδίκες των αξιωματικών δημιουργούν ένα πνεύμα ανησυχίας και εις τους άλλους αξιωματικούς και εις την εθνικόφρονα παράταξιν. Εάν εξαιρέσωμεν και μερικούς ανθρώπους των σαλονιών, στην βάσιν δεν υπάρχει μεγάλο ποσοστόν ανησυχίας. Αυτοί οι τελευταίοι ανησυχούν από φόβον γιατί περνούσαν καλύτερα στην δικτατορίαν» (σ. 45-46).
Η απάντηση σ’ αυτό το τελευταίο είχε, πάντως, ήδη δοθεί από τα πρωθυπουργικά χείλη:
«Εάν η μεταπολίτευσις δεν εγένετο καθ’ ον τρόπον εγένετο, οι πλούσιοι και οι παραμένοντες χουντικοί και όλοι αυτοί, οι οποίοι διερωτώνται “πού μας πάει η Κυβέρνησις”, θα είχον χάσει τας περιουσίας των. Δεν καταλαβαίνουν ότι θα είχον καταστραφεί» (σ. 30).
No comments:
Post a Comment