Monday, March 7, 2016

"Είμαι το νούμερο οκτώ, με ξέρουν όλοι με αυτό, κι εγώ κρατάω μυστικό, ποιο είναι τ’ όνομά μου"




Συντάκτης: Γιάννης Δαμέλλος
Το 1992, το καλοκαίρι, δούλευα στο εστιατόριο Mulvaney's στο Granville Island του Βανκούβερ. Πρέπει να είχα ήδη δουλέψει σε άλλα τρία εστιατόρια πριν καταλήξω εκεί. Ήμουνα ήδη τέσσερα χρόνια στο λιμάνι και γύρναγα από τη μια δουλειά στην άλλη πληρώνοντας τα δίδακτρα για το πανεπιστήμιο. Η γυναίκα μου η Κάλια, δούλευε το graveyard shift σε ένα καθώς πρέπει bakery και έτσι τα βγάζαμε πέρα. Το Mulvaney's ήταν high end εστιατόριο και ειδικευόταν στην κουζίνα της Νέας Ορλεάνης: ψαρικά και μακαρονάδες. Και γω ήμουνα το bus boy. Καθάριζα τα τραπέζια μετά το σερβίρισμα και γέμιζα τα ποτήρια με νερό και.. κρασί. 



Ο σερβιτόρος για τον οποίο δούλευα ήταν ο ίδιος κάθε βράδυ. Ένας πανύψηλος Ολλανδός, που έτρεχε σαν τον Τιραμόλα απ' την πολλή την κόκα, για να προλαβαίνει παραγγελίες και σερβιρίσματα. Ήταν αδύνατο να τον προλάβω και τις περσότερες φορές άκουγα τα σχολιανά μου. Αυτό λοιπόν το "Βολιβιανό στρατιωτάκι" μια μέρα που εγώ και ένας Μαροκάνος bus boy παίρναμε το διάλειμμά μας στην ταράτσα του εστιατορίου, ήρθε και μας βρήκε για ένα τσιγάρο... και παρέα.

Κανείς άλλος δεν τον έκανε παρέα, γιατί απλά οι σερβιτόροι "μισούσαν" ο ένας τον άλλον. Ο λόγος ήταν τα πουρμπουάρ. Ο μισθός μας ήταν ο βασικός. Όλοι, από τους μάγειρες μέχρι τα bus boys ζούσαμε από τα πουρμπουάρ. Κι αν ένας κρίκος στην αλυσίδα έκανε ένα λάθος και το τραπέζι δεν άφηνε πουρμπουάρ, την πληρώναμε όλοι. 

Το βράδυ εκείνο λοιπόν, ο Ολλανδός αποφάσισε να ανοιχθεί, να κάνει συζήτηση, όχι small talk όπως λέμε δω πέρα, αλλά κανονική συζήτηση. Και κάποια στιγμή μας ρώτησε και τους δύο από ποια χώρα προερχόμαστε. Πρώτα του είπε ο Μαροκάνος κι ύστερα εγώ. Και μετά ο Ολλανδός μας έσκασε ένα χαμόγελο και χωρίς ενδοιασμούς είπε και στους δυο μας: "Δηλαδή προέρχεστε απ' την κωλοτρυπίδα του πλανήτη". 

Εκείνη τη στιγμή δεν έγινε τίποτα. Αλλά όταν μπήκαμε από την πίσω πόρτα στην κουζίνα, τα δικά μου μάτια συνάντησαν εκείνα του Μαροκάνου, αυτόματα. Και με μια κίνηση όρμηξα πάνω στον Ολλανδό, την ώρα  που πέρναγε μπροστά από τη γυάλα με τα καβούρια και τους αστακούς και έσπρωξα το κεφάλι του μέσα στη γυάλα. Ο Ολλανδός προσπάθησε να αντιδράσει, αλλά ο Μαροκάνος του άρπαξε τα πόδια και τον σήκωσε στον αέρα σαν να ήταν αρσιβαρίστας. Το αποτέλεσμα ήταν ο κορμός του Ολλανδού να χωθεί ακόμη πιο βαθιά μέσα στη γυάλα... και τα καβούρια, - οι μελλοθάνατοι των ψαροφαγάδικων - να του κάνουν τη μούρη...κρέας. 

Μας χώρισαν ο Σκοτσέζος μάγειρας και το αφεντικό, ένας πρώην παίχτης του χόκει, Καναδός.

Και μέσα σε δυο μέρες είχα εγκαταλείψει το εστιατόριο και είχα φύγει, παρά τις αντιρρήσεις της γυναίκας μου, με ένα Volkswagen βαν για δενδροφύτευση στο Prince George, μαζί με ένα τσούρμο από deadheads... 

Know your enemy...

Η φάμπρικα

Στίχοι: Γιώργος Σκούρτης
Μουσική:   Γιάννης Μαρκόπουλος
Εκτέλεση: Λάκης Χαλκιάς

"Η φάμπρικα δε σταματά
δουλεύει νύχτα μέρα
και πώς τον λεν το διπλανό
και τον τρελό τον Ιταλό
να τους ρωτήσω δεν μπορώ
ούτε να πάρω αέρα

Δουλεύω μπρος στη μηχανή
στη βάρδια δύο δέκα
κι από την πρώτη τη στιγμή
μου στείλανε τον ελεγκτή
να μου πετάξει στο αυτί
δυο λόγια νέτα σκέτα

Άκουσε φίλε εμιγκρέ
ο χρόνος είναι χρήμα
με τους εργάτες μη μιλάς
την ώρα σου να την κρατάς
το γιο σου μην το λησμονάς
πεινάει κι είναι κρίμα

Κι εκεί στο πόστο μου σκυφτός
ξεχνάω τη μιλιά μου
είμαι το νούμερο οχτώ
με ξέρουν όλοι με αυτό
κι εγώ κρατάω μυστικό
ποιο είναι τ’ όνομά μου"

No comments:

Post a Comment