Συντάκτης: Νίκος Μιτζάλης (δρος αρχιτεκτονικής ΕΜΠ)
Πιθανώς ξαφνιάζεστε που μας βρίσκετε τόσο αφιλόξενους», είπε ο άντρας, «η φιλοξενία όμως δεν είναι έθιμο εδώ και δεν χρειαζόμαστε επισκέπτες
Franz Kafka, The Castle, 2009, Oxford University Press, σελ. 15
Στο έργο του Κάφκα, ο πρωταγωνιστής, ερχόμενος ως ξένος, προσπαθεί να εισέλθει στον πύργο. Μάταια όμως, καθώς η πρόσβαση δεν του δίδεται και τελικώς παγιδεύεται στα γρανάζια ενός αδυσώπητου γραφειοκρατικού μηχανισμού που τον κρατάει σε απόσταση.
Η παραβολή με τους πρόσφυγες που συσσωρεύονται έξω από τα τείχη που υψώνουν εσπευσμένα πολλά ευρωπαϊκά κράτη και οι οποίοι τελικά παγιδεύονται σε τόπους όπου δεν θέλουν να βρίσκονται είναι προφανής.
Εμπεριέχει δε ένα κοινό -με το προαναφερθέν έργο- νοηματικό τοιχίο που ίσως συνδέεται με τον υφέρποντα πολιτισμικό ρατσισμό που διαφαίνεται σε μεγάλη μερίδα των ευρωπαϊκών λαών.
Ο φυλετικός ρατσισμός βασίζεται στην εξωφρενική παραδοχή ότι η κουλτούρα εξαρτάται από τη ράτσα συμπληρώνοντας μια παράλογη ισότητα μεταξύ βιολογίας και κουλτούρας.
Παράλογη καθώς παραβλέπει τις ιστορικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες που διαμορφώνουν καθοριστικά το εκάστοτε υποκείμενο.
Ο πολιτισμικός ρατσισμός με τη σειρά του δομείται πάνω στην ιδέα του έθνους ως άρρηκτης πολιτισμικής ενότητας και ύψιστου πεπρωμένου των πολιτισμικών συλλογικοτήτων και αποτελεί κύριο τροφοδότη του εθνικισμού, όπως έγραφε ο Ernest Gellner [1]. Φυσικά, αυτό αντιτίθεται στις κοινωνικές αξίες του Διαφωτισμού (ανεξιθρησκία, ελευθερία, ισότητα) και στον πολυπολιτισμό που συγκροτούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Οι συνοικίες Canonica Sarpi στο Μιλάνο, Pre στη Γένοβα, Kreuzberg στο Βερολίνο, Amadora στη Λισαβόνα, Clichy-sous-Bois στο Παρίσι είναι ενδεικτικά χωρικά παραδείγματα μιας πραγματικότητας που συγκροτεί λίγο-πολύ την κάθε ευρωπαϊκή πόλη και που αντανακλάται σε ένα ευρύτατο φάσμα που εκτείνεται από το φαγητό μέχρι τη μουσική.
Παρ' όλα αυτά, οι νέοι πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες από τη Συρία, το Αφγανιστάν και αλλού αντιμετωπίζονται ως απεκκρίματα της εξουσίας του κεφαλαίου που ήδη θεωρεί «περιττούς» (βλέπε ανέργους) περίπου 1 εκατομμύριο ανθρώπους στην Ελλάδα και πολλαπλάσια εκατομμύρια στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Υπό αυτή την οπτική, η εξουσία -υπεύθυνη σε μεγάλο μέρος για την ανοχή αν όχι υποδαύλιση των συγκρούσεων- όχι μόνο αρνείται την εισδοχή νέων πολιτών, αλλά θα τη βόλευε να εκδιώξει και τους υφιστάμενους «περισσευούμενους».
Η Ευρώπη όμως έχει κανόνες (βλέπε άρθρα Ι-3, 4). Ετσι, αρκείται υποκριτικά σε μια αναγκαστική περίθαλψη και την ίδια στιγμή μετατρέπει τις εσωτερικές της μεθορίους σε σύνορα με την έννοια του Fabietti [2], όπου οι πρώτες αποτελούν το σημείο επαφής/ένωσης δύο κοινωνιών, ενώ τα τελευταία το σημείο διαχωρισμού τους.
Τα κέντρα πρώτης υποδοχής και οι καταυλισμοί είναι τα κρυστάλλινα σύνορα [3] που αποκλείουν για ακόμα μία φορά εκείνους που ενωμένοι με τη θυσία της χώρας τους, της κακοκυβερνημένης, διεφθαρμένης, ανάλγητης [4] ή και κατεστραμμένης, πρέπει να βρουν καταφύγιο, ασφάλεια, στέγη και εργασία.
Είτε πρόκειται για το Zaatari της Ιορδανίας, το Kilis της Τουρκίας, το Skra της Γεωργίας ή τη «Ζούγκλα» του Καλέ, είναι λύσεις μονάχα προσωρινές, καταδικασμένες να αποτύχουν εάν αποκτήσουν καθεστώς μονιμότητας. Και αυτό γιατί μονάχα η στρατηγική ενσωμάτωσης, δηλαδή η έμπρακτη απόδειξη αλληλεγγύης, μπορεί να αποτελέσει μια συνετή επίλυση για όλες τις πλευρές.
Η εξέλιξη της «Ζούγκλας» του Καλέ καταδεικνύει την αποτυχία ενός χωρικού μοντέλου αποκλεισμού που παρατείνεται επειδή η εξουσία αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες της και να επανασυνδεθεί με τα όποια ανθρωπιστικά ανακλαστικά της.
Οπως η καταστροφή του πρόχειρου καταυλισμού το 2009 από τις γαλλικές αρχές δεν βελτίωσε την ποιότητα ζωής των προσφύγων που είχαν συγκεντρωθεί στο Καλέ προκειμένου να περάσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο ούτε απέτρεψε τη ροή προσέλευσης, έτσι και η εκτόπιση 1.000 ατόμων από τα 5.437 της «Ζούγκλας» που έγινε την περασμένη Τρίτη στο νότιο μέρος του συνοικισμού δεν φαίνεται να επιδρά θετικά στην επίλυση του ζητήματος.
Το πρόσχημα της μετεγκατάστασης σε κοντέινερ που θα παρείχαν θέρμανση χαρακτηρίζεται ως τέτοιο καθώς δεν υπάρχει πρόβλεψη για δημόσιους χώρους, τα τροποποιημένα εμπορευματοκιβώτια στοιβάζονται κατά στίχους, ενώ η περίφραξη και ο σαρωτής δακτυλικών αποτυπωμάτων στην είσοδο δημιουργούν ένα χωρικό σύστημα που παραπέμπει σε φυλακή. Δικαιολογημένες λοιπόν οι αντιδράσεις των άμεσα ενδιαφερόμενων.
Τα κέντρα υποδοχής προσφύγων και οι καταυλισμοί, έτσι όπως μέχρι στιγμής παρουσιάζονται, αποτελούν γκετοποιημένες ετεροτοπίες οι οποίες δεν χρειάζεται να αντικατασταθούν με άλλες καλύτερες.
Αυτό που χρειάζεται είναι να καταργηθούν πλήρως και να επιτραπεί το καθεστώς της ελεύθερης κίνησης αλλά και να ενεργοποιηθεί ο στρατηγικός σχεδιασμός της ενσωμάτωσης των προσφύγων στις χώρες που επιθυμούν.
Στους 851.319 πρόσφυγες, αιτούντες-άσυλο και μετανάστες που διέσχισαν τη θάλασσα πέρυσι (Ετήσια Εκθεση Διεθνούς Αμνηστίας 2015) για να φτάσουν στα νησιά του Αιγαίου θα προστεθούν ακόμα περισσότεροι φέτος.
Οπως η Ελλάδα δεν μπορεί να μετατραπεί εξ ολοκλήρου σε υποδοχέα αυτών των ξεριζωμένων, έτσι και η Ευρώπη με την κυρίαρχη ελίτ της οφείλει να αναλογιστεί τις ευθύνες της. Αλλιώς η διάλυσή της είναι προδιαγεγραμμένη.
[1] E. Gellner (1983), Nations and Nationalism, Cornell University Press [2] U. Fabietti (1998), L’identita etnica, Carocci, σ. 104-105 [3] Κ. Φουέντες (2009), Τα κρυστάλλινα σύνορα, Καστανιώτης, σ. 181, 186 [4] Στο ίδιο, σ. 171
No comments:
Post a Comment